Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Ημίθεοι... αθλητές

Η επιτυχία της Άννας Κορακάκη στους ολυμπιακούς αγώνες της Βραζιλίας γέμισε όλους τους Έλληνες με χαρά και υπερηφάνεια. Η χρυσή ολυμπιονίκης ήταν η μόνη (μαζί πλέον με τον Λευτέρη Πετρούνια) που κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση για την Ελλάδα στο Ρίο. Η νίκη αυτή καθίσταται ακόμα πιο αξιοσημείωτη λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπισε η αθλήτρια τόσο κατά την προετοιμασία της όσο και κατά το ταξίδι της στην Βραζιλία με την μηδενική υποστήριξη του Ελληνικού κράτους.

Όλα καλά ως εδώ. Το τι επακολούθησε της νίκης της, όμως, είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Μια υπόθεση η οποία συνοψίζει την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας και την αμφίσημη αντιμετώπιση της αριστείας. Αρχικά, η υποδοχή της στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ομοίαζε με την υποδοχή αρχηγού κράτους. Υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη έδωσαν το παρόν για να την καλωσορίσουν και να της δώσουν λουλούδια.
Παράλληλα η Νέα Δημοκρατία Πετρούπολης με ανάρτηση της στο facebook (η οποία διαγράφηκε ευτυχώς άμεσα) τοποθέτησε την αθλήτρια πάνω σε φόντο με το χρώμα και τα διακριτικά του κόμματος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική-οικονομική εξουσία συνδέεται με τον αθλητισμό. Κατ’αρχάς, με πρόφαση την δημιουργία διοργάνωση αθλητικών γεγονότων έχουν σημειωθεί πολλάκις καταχρήσεις δημοσίου χρήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προετοιμασία για τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα οι οποίοι έδωσαν την ευκαιρία για να βρεθούν πολλές μίζες και κονδύλια στις τσέπες ιδιωτών παρά για την αναβάθμιση και συντήρηση των αθλητικών υποδομών στην χώρα όπως αποδεικνύει και η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εν λόγω εγκαταστάσεις 12 χρόνια μετά.
Επίσης η εκμετάλλευση των επιτυχιών στα αθλητικά δρώμενα από την πολιτική εξουσία αποτελεί, δυστυχώς, συχνό φαινόμενο. Η θέσπιση προνομίων όπως η απονομή θέσης αξιωματικού στις ένοπλες δυνάμεις για τους ολυμπιονίκες εντάσσεται σε μια τέτοια λογική.

Ωστόσο η προνομιακή αντιμετώπιση των ολυμπιονικών ξεπερνά τα όρια της πολιτικής εξουσίας καθώς πολλές φορές η κοινωνία τους επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση. Πολλοί αθλητές έχουν εξαργυρώσει τις επιτυχίες τους στα στάδια με μια θέση στην Βουλή.
Επιπροσθέτως, τα άτομα του περίγυρου των αθλητών ωστόσο θέλουν να προσελκύσουν τα φώτα της δημοσιότητας. Επί παραδείγματι, το πανεπιστήμιο Μακεδονίας φωταγωγήθηκε ολόκληρο το βράδυ της προηγούμενης Τρίτης προκειμένου να γιορτάσει και αυτό την επιτυχία της αθλήτριας η οποία απλώς φοιτά στο εν λόγω πανεπιστήμιο.
Από την άλλη μεριά τα ΜΜΕ φρόντισαν για άλλη μια φορά να αναδείξουν την έλλειψη θεματολογίας αυτή την περίοδο του χρόνου αφού ασχολήθηκαν από τις αντιδράσεις της οικογένειας της Κορακάκη μέχρι και το ζεϊμπέκικο που «έριξε» στο πανηγύρι για τα δύο μετάλλια.

Η αθλήτρια αναδείχθηκε σε εθνική ηρωίδα η οποία αντιπροσώπευσε με σθένος ολόκληρο τον ταλαιπωρημένο ελληνικό λαό στην Βραζιλία. Ξαφνικά όλη η προσωπική της προσπάθεια έγινε προσπάθεια ολόκληρου του έθνους. Ενός έθνους που λίγο πριν την κατάκτηση του μεταλλίου δεν ήξερε καν ότι αγωνίζεται στο Ρίο. Ενός έθνους που δεν ήξερε καν ότι η σκοποβολή αποτελεί ολυμπιακό άθλημα. Ενός έθνους που δεν της έδωσε την παραμικρή βοήθεια προκειμένου να διακριθεί. Ενός έθνους που γκρέμισε τις αυτοσχέδιες πρόχειρες εγκαταστάσεις στις οποίες προετοιμαζόταν η ολυμπιονίκης, αφού κατόρθωσε να πάρει δύο μετάλλια.

Το «εμείς» ιδιοποιήθηκε για ακόμα μία φορά το «εγώ» και όλοι είναι ευτυχισμένοι. Πολλοί αθλητές όμως θα συνεχίσουν να αθλούνται με μόνη διέξοδο από τις δυσμενείς και αντίξοες συνθήκες να αποτελεί -όπως φαίνεται- η κατάκτηση ενός μεταλλίου στους ολυμπιακούς αγώνες. 

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Ευρώπη με ημερομηνία...λήξης;

της Ναταλίας Ταρουδάκη*
Η σημερινή ημέρα, η 24η Ιουνίου 2016, αποτελεί ιστορική μέρα τόσο για την Ευρώπη όσο και για ολόκληρο τον κόσμο. Μια από τις υπερδυνάμεις της υφηλίου, ένας σημαντικότατος πυλώνας της ΕΕ, η Μεγάλη Βρετανία με ένα μείζονος σημασίας δημοψήφισμα αποφάσισε να χαράξει τη δική της πορεία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αυτή είναι η πρώτη φορά μετά από 50 περίπου χρόνια λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ένα κράτος-μέλος αποχωρεί. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά, το κυριότερο όμως είναι ποιες είναι οι επιπτώσεις από το δημοψήφισμα αυτό για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
 
Πρώτα απ'όλα το μόνο σίγουρο είναι πως η εικόνα της σημερινής Ευρώπης απέχει κατά πολύ από την ενωμένη Ευρώπη των προηγούμενων δεκαετιών και αυτό αποδεικνύεται από το "διαζύγιο" της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ. Το δημοψήφισμα αυτό απέδειξε με τον πιο άσχημο τρόπο την αποστροφή όχι μόνο των Βρετανών αλλά πολλών πολιτών απ'όλα τα κράτη-μέλη της από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο εμφανίζει σημάδια αποσύνθεσης, με τους πιο ακραίους να υποστηρίζουν πως και άλλες χώρες (π.χ Γαλλία, Ολλανδία ή Ιταλία) πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας.
Τι σημαίνει όμως αυτό το BREXIT; Καταρχάς η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων θα αντιμετωπίσει πολύ μεγάλα προβλήματα. Χιλιάδες φοιτητές και εργαζόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο θα δουν τις ζωές τους να αλλάζουν. Οι εθνικές οικονομίες θα κλονιστούν καθώς οι εξαγωγές και οι εισαγωγές θα μειωθούν, οι ισοτιμίες των νομισμάτων θα αλλάξουν, τα χρηματιστήρια θα υποστούν σημαντικές πτώσεις οδεύοντας σε παγκόσμιο κραχ και ο τουρισμός θα υποστεί απώλειες, ολέθριες για την οικονομία των κρατών.
Από την άλλη μεριά όμως, τι θα γίνει αν μετά το BREXIT ακολουθήσει ένα GREXIT ή NEXIT( έξοδος της Ολλανδίας) ή FRANCEXIT;;; Τι θα γίνει δηλαδή αν όλα τα κράτη μέλη σιγά σιγά, που ήδη έχουν χάσει την αξιοπιστία τους απέναντι στην Ένωση, αποφασίσουν να διεξάγουν και αυτά δημοψήφισμα για να αποχωρήσουν από την ΕΕ; Κάτι τέτοιο θα ήταν εφιάλτης ιδιαίτερα για την μικρά μας χώρα, την Ελλάδα, που, εκτός από έλλειψη παραγωγής και βιομηχανίας και γενικώς την κρίση που περνάει, μοναδικούς συμμάχους έχει κράτη της Ένωσης. Κάτι τέτοιο θα ήταν η χειρότερη καμπή της παγκόσμιας ιστορίας και θα γυρνούσαμε πάλι στην εποχή των Παγκοσμίων Πολέμων και της ανασφάλειας.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να αναλογιστούμε είναι γιατί μετά από τόσα χρόνια, που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούσε μια σημαντικότατη υπερδύναμη και τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης ήθελαν να γίνουν μέλη της, οι σχέσεις πολιτών με Ένωση έχουν διαταραχθεί τόσο πολύ. Η πραγματικότητα είναι πως η Ένωση έχει απομακρυνθεί από τον πρωταρχικό της στόχο, που είναι η πολιτική της ενοποίηση, και έχει γίνει πιο σκληρή και τεχνοκρατική. Η Ευρώπη, λοιπόν πρέπει να αλλάξει γρήγορα γιατί χρειάζεται ισχυρότερη υποστήριξη από τους πολίτες της. Υπάρχει δηλαδή ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της Ευρώπης διαφορετικά τα γεγονότα δείχνουν ότι ο κατακερματισμός και η καταστροφή δεν είναι μακριά. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύτιμη και την χρειαζόμαστε και στους επικριτές της θα υπενθυμίσω το λόγο ενοποίησης της Ευρώπης που δεν είναι άλλος από την "αποφυγή μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και την απομόνωση των ακραίων μορφών εθνικισμού, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για την καταστροφή που επέφερε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος."i
Εν κατακλείδι, το BREXIT θα έχει ολέθριες επιπτώσεις τόσο άμεσες όσο κυρίως έμμεσες όχι μόνο για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα πληγούν βεβαίως σε μεγαλύτερο βαθμό αλλά και για την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία. Ας ελπίσουμε όμως να μην αποτελέσει έναυσμα για να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας που θα οδηγήσει σε σταδιακή καταστροφή της ενωμένης Ευρώπης. Αλλά για να μην αποκτήσει η Ευρώπη ημερομηνία λήξης, θα πρέπει να αλλάξει σελίδα, όχι όμως προς τον κατακερματισμό των λαών αλλά προς την ενοποίησή τους και να δείξει επιτέλους το πρόσωπο της αλληλεγγύης και της κοινωνικής προστασίας.

i Λήμμα "Ευρωπαϊκή Ένωση" Wikipedia




*Η Ναταλία Ταρουδάκη είναι πρωτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΔΠΘ



Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ένας ανούσιος διαχωρισμός

Η περίοδος των φοιτητικών εκλογών επαναφέρει κάθε χρόνο το ζήτημα των κομματικών παρατάξεων στα πανεπιστήμια. Ένα ζήτημα που έχει αναλυθεί διεξοδικά πολλάκις, ένα ζήτημα για το οποίο, παρότι ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων, που έχει έστω περάσει έξω από ΑΕΙ ή ΤΕΙ, μπορεί να αντιληφθεί τις παθογένειες του, οι κυβερνήσεις αλλά και οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων αγνοούν επιδεικτικά. Βέβαια, η αντίδραση ειδικότερα των τελευταίων είναι δικαιολογημένη, όταν γνωρίζουν πως οι παρατάξεις είναι αυτές που θα συμμετάσχουν καθοριστικά στην εκλογή των ιδίων. Εκτός αυτού, δεν είναι λίγες οι φορές όπου πρυτάνεις και κοσμήτορες βρέθηκαν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όμηροι της εξτρεμιστικής δράσης ορισμένων κομματικών παρατάξεων. Η χαώδης αυτή κατάσταση που δημιουργούν οι κομματικές παρατάξεις και η έριδα που σπέρνουν μεταξύ των φοιτητών αποτελούν πρωτοφανές φαινόμενο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, όχι όμως για τα ελληνικά. Το status quo της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο την νοσηρή πολιτικοκοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας.

Μια πολιτική σκηνή στην οποία οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιώντας άλλοτε λαϊκιστικές εκφράσεις και άλλοτε ρητορικές βίας, δεν προσφέρουν νέες ιδέες και αντιλήψεις για να πείσουν τους ψηφοφόρους αλλά μειώνουν αποκλειστικά τους εκάστοτε αντιπάλους τους. Αναλώνονται σε ανούσιες συζητήσεις αναζητώντας τον υπαίτιο μιας κατάστασης για την οποία, συνήθως, όλοι οι μετέχοντες ευθύνονται, δίχως να βλέπουν την επικείμενη καταστροφή που βρίσκεται μπροστά τους διότι τους τυφλώνει η μισαλλοδοξία. Παράλληλα τους μαγνητίζει σε τέτοιο βαθμό η πρωθυπουργική και η βουλευτική καρέκλα ώστε αδυνατούν να αντιληφθούν πως η σύμπνοια και η συνεργασία είναι απαραίτητη συνθήκη για την προώθηση των συμφερόντων της χώρας. Όχι μόνο αυτό, αλλά παρότι σε πολλά ζητήματα η δράση τους συχνά ταυτίζεται, προτιμούν να συγκρούονται ευθέως για να καταδείξουν τον δυναμισμό τους.

Αυτή η πρακτική βρίσκει έρεισμα στην νοοτροπία και στην δράση ή μάλλον την αδράνεια ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος. Και με την αδράνεια δεν εννοείται απαραίτητα η αποχή από τα κοινά. Η άκριτη κομματικοποίηση αποτελεί χειρότερο είδος αδράνειας και από την ίδια την αποχή από τα κοινά. Οι ιδιώτες, λοιπόν, αποσκοπούν στο δικό τους προσωπικό συμφέρον. Όποιο κόμμα τους το παρέχει θα γίνουν πιστοί υποστηρικτές του. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η πίστη και η προσήλωση που δείχνει ο ελληνικός λαός στο κόμμα που υπόσχεται ότι θα προωθήσει τα προσωπικά συμφέροντα του καθενός. Είναι ικανός να συγκρουστεί με τον συμπολίτη του για ζητήματα ήσσονος σημασίας, να συγκρουστεί με το ίδιο το κράτος, ακόμα και να αδρανοποιήσει πλήρως την κριτική του ικανότητα και να ακολουθεί πιστά τις εντολές της κομματικής παράταξης.

Όλα αυτά γίνονται βέβαια σε μια κοινωνία όπου παρά την ύπαρξη ενός γενικού κοινού συμφέροντος υπάρχουν δικαιολογημένες και αναπόφευκτες διαφορές ανάμεσα στους πολίτες. Σε ένα πανεπιστήμιο, όμως, σε μια μικροκοινωνία διακοσίων ή τετρακοσίων ή χιλίων ατόμων, πόσες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα σε δεκαοκτάχρονους και εικοσάρηδες φοιτητές; Πέραν των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών που είναι θεμιτές, πως δικαιολογείται φοιτητές να εμβολιάζονται με τέτοιο πάθος και να υπάρχει μια αίσθηση σύρραξης ανάμεσα στις παρατάξεις αλλά και στους φιλικά προσκείμενους; Σε μια πανεπιστημιακή κοινότητα όπου τα συμφέροντα των φοιτητών είναι σε μεγάλο βαθμό κοινά, τα κόμματα και οι παρατάξεις χάνουν τον λόγο ύπαρξης τους όταν αναπαράγουν τον, συνήθως στείρο, κομματικό λόγο της κεντρική πολιτικής σκηνής, όταν τεχνητά διαχωρίζουν τους φοιτητές και δημιουργούν χάος.

Εν τέλει πράγματι ο σκοπός της παιδείας επιτυγχάνεται. Να προετοιμάσει τους νέους για την ζωή στην κοινωνία. Και το επιτυγχάνει εξαιρετικά αποτελεσματικά…

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Πρόσφυγες... δεξιά και αριστερά

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές θεωρητικές συλλήψεις του Αριστοτέλη ήταν αυτή περί μεσότητας. Ο φιλόσοφος υποστήριζε πως πάντοτε πρέπει να προτιμάται το μέσον το οποίο είναι και άριστον, ενώ παράλληλα τα δύο άκρα κρίνεται απαραίτητο να αποφεύγονται.

Ας μεταφερθούμε, όμως, στην σύγχρονη εποχή. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα έχει προκαλέσει, όπως είναι λογικό, αναταραχή σε ολόκληρη την χώρα. Πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες έχουν κατακλύσει λιμάνια, παραλίες, περιοχές ολόκληρες και περιστασιακά αποκλείουν σιδηροδρομικές γραμμές, εθνικές οδούς. Η αντίδραση των Ελλήνων ως προς αυτή την έκτακτη και μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς την χώρα τους χαρακτηρίζεται, δυστυχώς για άλλη μια φορά, από πόλωση.

Από την μία μεριά, βρίσκονται εκείνοι που δεν κάνουν διαχωρισμούς ανάμεσα σε μετανάστες και πρόσφυγες, που δηλώνουν δημοσίως πως η χώρα θα πρέπει να ανοίξει τα σύνορα της για τον καθένα, που υπογράφουν συνθήκες (δίχως να λαμβάνουν εγγυήσεις), οι οποίες στρέφουν όλη την πληθυσμιακή ροή προς την Ελλάδα. Παράλληλα είναι ανένδοτοι ως προς την άποψη ότι θα δεχτούν κάθε μετανάστη σπίτι τους και θεωρούν πως η κατάσταση στην χώρα μας την δεδομένη στιγμή αποτελεί πρότυπο ανθρωπισμού. Ο λαϊκισμός αυτών των ατόμων ξεπερνάει, μάλιστα, τα σύνορα της χώρας, καθώς τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζονται και στις διεθνείς συμφωνίες που έχουν υπογραφεί.

Από την άλλη μεριά, βρίσκονται τα άτομα που θεωρούν τους μετακινούμενους πληθυσμούς ως εχθρούς και παρασιτικά στοιχεία που βλάπτουν την χώρα. Εξομοιώνουν τους πρόσφυγες με τους (λάθρο)μετανάστες δίχως να αντιλαμβάνονται την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών. Ταυτόχρονα οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες αποτέλεσαν βούτυρο στο ψωμί αυτών των ατόμων που βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν τους πρόσφυγες για την μετακίνηση των τζιχαντιστών στην καρδιά της Ευρώπης. Μια προσέγγιση που αποτελεί έκφανση του φόβου για το άγνωστο, τον «άλλον», ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι ως επί το πλείστον μουσουλμάνος. Το γεγονός πως υπάρχουν και Σύριοι χριστιανοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρει τον δεύτερο αυτόν πόλο που έχει σχηματιστεί στην ελληνική κοινωνία.

Δίχως να χρειάζεται να κατονομαστούν τα κόμματα και οι πολιτικές πεποιθήσεις των δύο αυτών κατηγοριών ατόμων είναι εμφανές πως οι δύο αντιλήψεις συγκρούονται κατάφωρα η μία με την άλλη. Επομένως, αποτελούν τα δύο άκρα. Τι λείπει από την εξίσωση; Το μέσον.

Αυτή η πολύ σημαντική έννοια έχει περάσει στο περιθώριο και οι υποστηρικτές της βρίσκονται στην αφάνεια. Την ώρα που εκπρόσωποι των ακροδεξιών και ακροαριστερών κομμάτων συγκρούονται, μεταφορικά και κυριολεκτικά, στους δρόμους της Αθήνας, την ώρα που οι μεν καίνε στρατόπεδα τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την παραμονή προσφύγων και οι δε καίνε τα σπίτια των πρώτων, οι πρεσβευτές της λογικής, της μεσότητας μένουν άπρακτοι.

Η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστερά έχει αποδείξει με τα λόγια και τις πράξεις της πως δυστυχώς, τουλάχιστον ως προς το προσφυγικό ζήτημα, βρίσκεται στο ένα άκρο. Μένοντας πιστή στις «αριστερές» ιδεολογίες περί ανθρωπισμού βυθίζεται σε μια εικονική πραγματικότητα. Η πολιτική της υποδοχής όλων ανεξαιρέτως των ατόμων που περνούν τα σύνορα έχει προκαλέσει χάος σε όλη την χώρα καθώς πέραν του μεγάλου αριθμού των εκτοπισμένων (και όχι μόνο) το όλο σχέδιο αποδεικνύεται πρόχειρο και ανεφάρμοστο.Είναι λύση όμως να κλείνουν τα σύνορα και να εκδιώκονται κακήν κακώς όλοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες; Σε ένα πολιτισμένο και οργανωμένο κράτος όχι, εφόσον δεν απειλείται η εσωτερική ασφάλεια. Παρότι τρέφω σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον η Ελλάδα πληροί αυτές τις δύο προϋποθέσεις, οφείλει να δράσει ως τέτοιο κράτος. Σε πλήρη συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (άλλωστε ο αρμόδιος επίτροπος είναι Έλληνας!) και όσο καλύτερη συνεννόηση με την Τουρκία, η Ελλάδα είναι απαραίτητο να ελαττώσει τον αριθμό των μεταναστών που εισέρχονται καθημερινά ενώ παράλληλα οφείλει να καταγράψει τους πρόσφυγες που βρίσκονται στο εσωτερικό της πριν τους προωθήσει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές απέναντι στους πρόσφυγες. Η χώρα οφείλει να μην αφήσει περιθώριο στις γείτονες χώρες να αρνηθούν την υποδοχή προσφύγων με την δικαιολογία πως ενδεχομένως να περιλαμβάνονται σε αυτούς εξτρεμιστές. Επιπλέον, αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή των hotspots και των καταυλισμών σε όλη την χώρα, να απελευθερωθούν τα λιμάνια, οι δημόσιοι χώροι και οι δημόσιες υποδομές (δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές) του κράτους για να ξεκινήσει απερίσπαστα η τουριστική περίοδος αλλά και να συνεχίσει να κινείται η ήδη χειμαζόμενη οικονομία. Τέλος, θα πρέπει να επιτηρείται άγρυπνα η δημόσια τάξη, καθώς η συγκέντρωση πληθυσμών σε συνθήκες αβεβαιότητας υποθάλπει παραβατικές συμπεριφορές, καθόλου αθώες.

Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μεγάλο μέρος από αυτές τις ενέργειες. Πράγματι, αυτό έχει συμβεί, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση πάνω από ένα έτος, αργά και ατελώς. Και όσο δεν έχει επιβάλλει την δική της πολιτική ως προς την αντιμετώπιση των προσφύγων, έχει αφήσει την αντιμετώπιση του βορά στους εκπροσώπους και εκφραστές μιας ρητορικής βίας και μίσους, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να συγκρούονται στον Πειραιά και σχεδόν σε κάθε χώρο υποδοχής δημιουργώντας κοινωνική αστάθεια, ανασφάλεια και σπέρνωντας νέες διαχωριστικές γραμμές.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Μια αλλοπρόσαλλη αντίληψη του κοινόχρηστου

Σε προηγούμενο άρθρο έθιξα τον απολίτιστο τρόπο με τον οποίο επιλέγεται να διαμαρτυρηθούν οι άνθρωποι στην χώρα μας. Κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αυτής είναι η αδιαφορία και ο βανδαλισμός της δημόσιας περιουσίας. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί εξιλαστήριο θύμα σε πολλές περιστάσεις, όμως, πέραν της διαμαρτυρίας. Πολλές φορές θα χρησιμοποιηθεί είτε για πολιτικές σκοπιμότητες είτε θα τον εκμεταλλευτούν καταστηματάρχες για να τοποθετήσουν περισσότερα τραπεζάκια είτε θα αποτελέσει κάδο απορριμμάτων. Όπως είναι φανερό ο δημόσιος χώρος είναι ένα τόπος μπαλαντέρ, που χρησιμοποιείται με τον τρόπο που θεωρεί ο καθένας ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του.
Αυτή η κατάσταση αντλεί τις ρίζες της από μια γενικότερη αντίληψη, αρκετά παράδοξη, που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων πως εφόσον ο χώρος είναι δημόσιος και όχι ιδιωτικός μπορούμε να πράττουμε όπως νομίζουμε χωρίς συνέπειες. Ας δούμε αρχικά τι σημαίνει δημόσιος χώρος. Ο επιθετικός προσδιορισμός δημόσιος καταδεικνύει πως είναι για όλους. Επομένως όλοι ανεξαιρέτου εθνικότητας, φύλου, ηλικίας μπορούν να κινούνται μέσα σε αυτόν ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Το γεγονός αυτό εισάγει την έννοια του κοινόχρηστου. Ο δημόσιος χώρος είναι κοινόχρηστος, προσβάσιμος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους. Δεν ανήκει σε κανέναν, και επομένως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιον άλλο από τη χρήση του. Και σε αυτό το σημείο έγκειται ακριβώς το πρόβλημα για τον Νεοέλληνα. Δυσκολεύεται να αντιληφθεί τι συνεπάγεται η έννοια κοινόχρηστος ή μάλλον δεν τον βολεύει να αντιληφθεί ποια είναι η πραγματική σημασία του όρου.
Κάτι που είναι κοινόχρηστο για τον Νεοέλληνα σημαίνει κάτι που παράγει μόνο δικαιώματα πάνω σε αυτό όχι για όλους αλλά για οποιονδήποτε προλάβει πρώτος να τον καπηλευτεί. Έτσι παρατηρείται το πεζοδρόμιο να είναι δημόσιος χώρος μέχρις ότου ο πρώτος καταστηματάρχης τοποθετήσει τραπεζάκια, εν απουσία της πολιτείας ή πολλές φορές σε αγαστή συνεργασία μαζί της, πάνω του και να τον θεωρήσει πλέον δικό του χώρο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η χρήση του χώρου αυτού δεν παραμένει αφού ολοκληρωθούν οι σκοποί αυτού που τον εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία πολιτική εκδήλωση ή ένα πάρτι σε ένα πανεπιστήμιο. Ακόμα κι αν έγινε μετά από άδεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου δεν υπάρχει πρόβλεψη για τις φθορές και ζημίες που θα προκληθούν. Με λίγα λόγια, τα σκουπίδια και οι ζημιές που θα έχουν προκληθεί στον χώρο δεν αφορούν πλέον τους υπαίτιους αλλά την πολιτεία, η οποία με δικό της κόστος (δηλ. των φορολογουμένων) οφείλει να αποκαταστήσει την επιγενόμενη ζημιά. Μια ζημιά που δεν θα γινόταν ποτέ εάν οι άνθρωποι σέβονταν τα δημόσια κοινόχρηστα αγαθά.
Όλοι φροντίζουν την ιδιωτική τους περιουσία, αλλά κανείς την δημόσια παρότι αποτελεί κι αυτή κτήμα του, κοινό με κάθε άλλον πολίτη. Αυτό φυσικά πηγάζει από τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Η έμπρακτη περιφρόνηση που δείχνουν οι γονείς, παρουσία των παιδιών τους, πετώντας σκουπίδια, αποτσίγαρα ή μπουκάλια στον δρόμο γαλουχεί τα παιδιά με αρνητικό τρόπο. Παράλληλα η εικόνα που επικρατεί στα δημόσια σχολεία, πάρκα και άλλους δημόσιους χώρους, δημιουργούν την αντίληψη πως το κοινόχρηστο είναι ευτελές.

Αυτή η αντίληψη αποτελεί την γενεσιουργό αιτία για την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί σε πολλούς δημόσιους χώρους της χώρας. Το χειρότερο όμως δεν είναι η κατάσταση που επικρατεί σε αυτά τα σημεία τα οποία άλλωστε προσωρινά θα επανέλθουν στην αρχική τους στάση μετά από παρέμβαση της πολιτείας ή ορισμένων ευσυνείδητων πολιτών. Το πιο σημαντικό είναι η απάθεια του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, το οποίο αποποιείται των ευθυνών του, και με την δικαιολογία «αφού το κάνουν όλοι» θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί καταχρηστικά τον δημόσιο χώρο.  Και κρίνεται πολύ πιο δύσκολο να αλλάξεις μια ολόκληρη νοοτροπία παρά να μαζέψεις ορισμένα σκουπίδια ή να αποκαταστήσεις κάποιες ζημιές. 

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Η ΦΕΝΑΚΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η εκλογο...μανία υπήρξε ανέκαθεν το εθνικό μας σπορ στο πεδίο της Πολιτικής ως αποτέλεσμα ενός χαρακτηριστικά βουλιμικού πάθους για άσκηση εξουσίας τόσο από τα κόμματα, όσο και από τους κατά καιρούς ηγέτες τους. Δυστυχώς, από το 2008 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης η ακατάσχετη αυτή βουλιμία διευρύνθηκε. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες μετερχόμενοι – άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- λαϊκιστική ρητορική αλλά ακόμη και εκβιάζοντας ωμά και ανερυθρίαστα την λειτουργία των θεσμών ( συσπείρωση αρνητικής μειοψηφίας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ) προσπάθησαν και εν τέλει αναρριχήθηκαν στον πρωθυπουργικό θώκο. Την ίδια αντίληψη κομίζει και ο νέος αρχηγός της αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία ζητεί προσφυγή στις κάλπες μόλις έξι μήνες από τις τελευταίες γενικές εκλογές . Τώρα, βέβαια, η απαίτηση εκδηλώνεται με πολύ λιγότερη δόση λαϊκισμού, μιας και το αίτημα στηρίζεται στην κατά τεκμήριο διαχειριστική ανικανότητα που επιδεικνύει η Κυβέρνηση σε πλειάδα κρίσιμων ζητημάτων. Παρά την ύπαρξη της ζοφερής αυτής πραγματικότητας όμως, οι εκλογές αποτελούν την πλέον απευκτέα λύση στα διαχρονικά προβλήματα της χώρας για αρκετούς λόγους.
Η πρώτη κατηγορία αιτιών εντοπίζεται στο πεδίο της οικονομίας, μητέρας των ελληνικών παθών. Ο κυριότερος λόγος δεν είναι άλλος από τη δημιουργία οικονομικής αβεβαιότητας με πολλαπλά αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα όπως η επιστροφή συζητήσεων περί Grexit και οι σύμφυτες μ' αυτές κερδοσκοπικές επιθέσεις, η καταπόντιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών που έχει ήδη υποβιβαστεί στην κατηγορία των “αναπτυσσομένων” από τις “αναπτυγμένες” αγορές και η περαιτέρω απορρύθμιση της ελληνικής οικονομίας συνολικά (υστέρηση εσόδων, καθυστέρηση φορολογικής διαδικασίας) σε μια περίοδο που δεν έχει ακόμη κλείσει η αξιολόγηση του προγράμματος στήριξης και “τρέχουν” οι υποχρεώσεις, τόσο εν οίκω όσο και έναντι των πιστωτών. Σημαντικός και ουσιαστικός λόγος είναι και το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται η εκλογική αναμέτρηση ( κόστος ~37εκ.€, ο Μ.Ο κόστους εκλογών + δημοψηφίσματος το 2015).
Ο δεύτερος πολύ κρίσιμος λόγος συνοψίζεται στη φράση “συντονιστική δυσκαμψία”. Προσφυγή στις κάλπες θα σημάνει σε διάστημα ενός μηνός αλλαγή δύο προσώπων σε κάθε Υπουργείο. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τέτοιου είδους μεταβολές σε χαρτοφυλάκια- κλειδιά όπως της Οικονομίας, της Μεταναστευτικής Πολιτικής και των Εξωτερικών ενόσω διαρκούν κρίσιμες διαδικασίες μόνο σύγχυση και μηδενική αποδοτικότητα θα επιφέρουν στον διοικητικό μηχανισμό. Αλλά και η έλλειψη συντονισμού να αντιμετωπιστεί (φευ!) η αναπόφευκτη καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων θα επιφέρει πραγματικά συνθήκες “καμμένης γης” την επομένη των εκλογών.
Ο τρίτος πόλος των αιτιών αφορά στην “θεωρητική” προσέγγιση των πολιτικών δρώμενων. Η πιθανή προσέλευση στις κάλπες εκ νέου σε διάστημα μικρότερο τους ενός έτους προσβάλλει βάναυσα τη συνταγματική οργάνωση της ελληνικής Κοινωνίας. Ειδικότερα θέτει υπο αμφισβήτηση το θεμέλιο του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, τις τακτές περιοδικές εκλογές για την ανάδειξη φορέων της πολιτικής εξουσίας που το ελληνικό σύνταγμα ορίζει σε διάστημα τετραετίας (άρθρο 53 ). Όπως διαμορφώνεται πλέον η πολιτική κατάσταση μοιάζει να κυριαρχεί ένα είδος νόμου ζούγκλας, οπότε σε διαρκή μάχη μεταξύ των ηγετών η διαδοχή συντελείται με κριτήριο την αντικειμενική αδυναμία του προηγούμενου συνδυαστικά με το μένος και τη δυναμική του επερχόμενου για την κατάληψη της αρχηγίας. Δημιουργείται, δηλαδή, και τις περισσότερες φορές ερήμην της λαϊκής βούλησης ένα περιβάλλον συνταγματικού τέλματος καθώς οι υπέρτεροι οργανωτικοί κανόνες δε βρίσκουν αντίκρισμα στην πολιτική πρακτική η οποία προφανώς είναι λαθεμένη γιατί προκαλεί γενικότερα αποσταθεροποίηση.
Η συνταγματική τάξη,βέβαια, δε γνωρίζει αλλά ούτε απευθύνεται σε ζούγκλα. Και το ερώτημα που ακολουθεί είναι τι μοιάζει δόκιμο να γίνει τώρα πια.
Η Κυβέρνηση η οποία διαθέτει την εμπιστοσύνη μίας πρόσφατα εκλεγμένης εθνικής αντιπροσωπείας οφείλει να ασκήσει, επιτέλους, την αρμοδιότητά της: να κυβερνήσει. Να κλείσει την αξιολόγηση που η ίδια προκάλεσε και να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική βόμβα του μεταναστευτικού για την οποία φέρει τεράστια ευθύνη. Θα πρέπει να επιδείξει πολιτικό σθένος και σοβαρότητα, αναλαμβάνοντας το κόστος των πολιτικών επιλογών της, αναγνωρίζοντας τα λάθη και τις παραλείψεις της και να αγωνιστεί για να...διορθώσει ό,τι διορθώνεται. Πέραν των άλλων πρέπει, επίσης, να σταματήσει να υποκινεί παιχνίδια ευθυνών ώστε οι συνομιλητές της, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό να τη λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν τους.
Αλλά και τα λοιπά κόμματα – πέραν του πολιτικού ελέγχου και κριτικής- επιβάλλεται με αίσθημα ευθύνης να στηρίξουν την κυβερνητική προσπάθεια στα δύσκολα μέτωπα, πιέζοντας, παράλληλα, για τη δημιουργία συνολικής εθνικής στρατηγικής η οποία έχει πια καταστεί κάτι παραπάνω απαραίτητη. Άλλωστε οι περισσότερες -αν όχι όλες- οι πολιτικές δυνάμεις φέρουν μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Στο εγγύς μέλλον,μάλιστα, θα ήταν συνετό το πολιτικό σύστημα αντί να αναζητά “εκλογικές τρικλοποδιές” και να ακολουθεί πρόθυμα στα παιχνίδια ευθυνών κυβερνητικής εμπνεύσεως, να έρθει σε ενεργό σύγκληση είτε υπό το πρίσμα μίας Οικουμενικής Κυβέρνησης είτε – εάν αυτό φαίνεται πολιτικά βαρύ- με τη στήριξη ενός ευέλικτου κυβερνητικού σχήματος “ ειδικού σκοπού” με συγκεκριμένη ατζέντα στόχων αλλά παράλληλα με εύλογη πίστωση χρόνου προκειμένου να εργαστεί απερίσπαστα για την ανασυγκρότηση της χώρας, πάντα στο πλαίσιο των συνταγματικών κανόνων. Όπως άλλωστε απέδειξε πρόσφατα η Κυπριακή Δημοκρατία, η ενότητα και η συλλογική προσπάθεια αποτελεί την καλύτερη συνταγή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Συνοψίζοντας, το πάντα επίκαιρο εν Ελλάδι αίτημα για εκλογές είναι σήμερα ανεδαφικό βάσει όρων τόσο ουσιαστικής όσο και θεωρητικής πολιτικής. Αντίθετα, προβάλλει όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη ουσιαστικής συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και παραγκωνισμού του κομματικού έναντι του εθνικού συμφέροντος για την αντιμετώπιση των δαιδαλωδών προβλημάτων της πατρίδας μας. Κι όταν σβήσει η φωτιά στο σπίτι μας, τότε ας ψάξουμε να βρούμε πόσα σπίρτα έβαλε καθένας στη φωτιά που κατέκαψε την Ελλάδα..

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Ο πολιτισμός της διαμαρτυρίας

Πριν από μία βδομάδα άγνωστοι εισέβαλαν στον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι, όπου τα έκαναν «γυαλιά καρφιά» σπάζοντας μηχανήματα και ΑΤΜ, αλλά και γράφοντας συνθήματα στους τοίχους με σπρέι. Η επίθεση αυτή ήταν μέρος μιας γενικευμένης προσπάθειας του αντι-εξουσιαστικού χώρου για δωρεάν μετακίνηση, όπως διακρίνεται και στα αναγραφόμενα στους τοίχους συνθήματα. Ούτε το μετρό λοιπόν, ένα από τα κοσμήματα της Αθήνας, μπορεί να ξεφύγει από τις επιθέσεις των «βαρβάρων», οι οποίοι θεωρούν πως προκαλώντας χάος θα προωθήσουν τα πολιτικά (;) τους αιτήματα.
Ο σημερινός τρόπος έκθεσης ιδεών...

Αποτελεί, όμως, αυτό το γεγονός κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα; Όχι βέβαια. Άλλωστε μέχρι και πριν έναν μήνα τουλάχιστον, οι αγρότες φρόντιζαν να παρακωλύουν όλο το οδικό σύστημα της χώρας εμποδίζοντας χιλιάδες ανθρώπους και επιχειρήσεις να διεκπεραιώσουν τις εργασίες τους. Δίχως να ενδιαφερθούν για κανέναν, οι αγρότες θεώρησαν πως ο τρόπος για να καταδείξουν την εναντίωση τους στο Ασφαλιστικό ήταν να καταλάβουν τους δρόμους στήνοντας μπλόκα και να ωρύονται ολημερίς στα κανάλια.
Τα αιτήματα διαφορετικά, ωστόσο και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις είναι εμφανής η παντελής έλλειψη ενός πολιτισμικού επιπέδου όσον αφορά την μέθοδο της διαμαρτυρίας. Προξενώντας μπάχαλο και οι δύο ομάδες διαμαρτυρόμενων υπερηφανεύονται πως δήθεν κατόρθωσαν να προβάλλουν τις αξιώσεις τους.
Η κατάσταση στα σχολεία, τον μικρόκοσμο της κοινωνίας, οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Με αστείες διεκδικήσεις και εξίσου αστείες αιτίες και αφορμές, ένα μέρος των μαθητών αποφασίζει, υπό τον μανδύα ενός δημοκρατικού τρόπου, να αποκλείσει το σχολικό κτήριο μέχρις ότου οι καταληψίες βαρεθούν να επαναστατούν, ένα φαινόμενο με εθιμικές πλέον διαστάσεις.
Το εκπαιδευτικό σύστημα αδιαφορεί επιδεικτικά για αυτόν τον πρωτοφανή τρόπο με τον οποίο οι μαθητές αντιδρούν στα προβλήματα του σχολείου και πετά το μπαλάκι στους διευθυντές και στο μέρος των μαθητών που αντιλαμβάνεται πως ακόμα κι αν υπήρχε πρόβλημα, η κατάληψη δεν ενδείκνυται ως μέθοδος αντίδρασης.
Και δυστυχώς δεν είναι μόνο τα σχολεία. Ακόμα και σε υψηλότερο επίπεδο, στα ΑΕΙ και δη σε μία από τις μεγαλύτερες σχολές της χώρας, στην Νομική σχολή Αθηνών πριν από ένα χρόνο το κτίριο είχε καταληφθεί από αντι-εξουσιαστές παρεμποδίζοντας την παρακολούθηση των μαθημάτων με την πλήρη ανοχή της πολιτείας.
Στο σημείο αυτό, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, τα περιστατικά αυτά είναι μοναδικό προνόμιο της Ελλάδας; Φυσικά και όχι. Στον δυτικό κόσμο πολλάκις έχουν ξεσπάσει βίαιες διαμαρτυρίες και απεργίες που μοιάζουν με τις παραπάνω τακτικές στην χώρα μας. Η διαφορά όμως είναι πως εκεί τα φαινόμενα αυτά αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μαζική κινητοποίηση των οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων της Premier League, οι οποίοι, διαμαρτυρόμενοι πολιτισμένα, κατόρθωσαν να πετύχουν τον σκοπό τους δηλαδή τη μείωση της τιμής των εισιτηρίων.
Δυστυχώς όμως, η ιδιόμορφη εγωκεντρική αντίληψη του Νεοέλληνα για τα κοινά αγαθά αλλά και η άποψη πως επανάσταση σημαίνει πλήρης ισοπέδωση των πάντων, δυσχεραίνει την διάδοση παρόμοιων μεθόδων στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αποδεικνύει την έλλειψη οποιουδήποτε πολιτισμικού επιπέδου και οιασδήποτε πνευματικής καλλιέργειας από το εκπαιδευτικό σύστημα, … ειδικά όταν πρωθυπουργός της χώρας είναι ένας τέως αμετανόητος καταληψίας.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Πτέρνα “Μουζάλειος”

Ο Γ. Μουζάλας, Αν. Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής
   Η φράση του Γ. Μουζάλα “πέρασμα στη Μακεδονία” σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη πυροδότησε γενική πολιτική αναταραχή. Ομολογουμένως δεν είναι η πρώτη φορά που δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων προκαλούν αλγεινές εντυπώσεις. Και δε πρόκειται αυτή να είναι η τελευταία. Οι αντιδράσεις αυτή τη φορά, όμως, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο και δημιουργούν έως και ρήγμα στις σχέσεις των κυβερνητικών εταίρων.    Όπως συμβαίνει πάντοτε έτσι και αυτή τη φορά η ελληνική κοινή γνώμη φρόντισε να διχαστεί σε “πατριώτες” που ζητούν εως και την κεφαλή του Υπουργού επί πίνακι και σε “εθνομηδενιστές” οι οποίοι δηλώνουν ως και την απόλυτη ταύτιση με τα λεγόμενα του κ. Υπουργού.
    Από τη μία πλευρά, οι πατριώτες - με μπροστάρη τον Υπ.Ε.Α- εξέπεμψαν ευθύς αμέσως κύμα αντιδράσεων απαιτώντας απειλητικά μάλιστα την άμεση παραίτηση του Υπουργού. Άλλοι πιο πληθωρικοί καταφέρθηκαν σε προσωπικό ύφος εναντίον του και τέλος μεγάλοι “οπλαρχηγοί”απείλησαν με...κυπαρίσσια. Ως επιχείρημα για τη σκληρή τους κριτική παρουσιάζουν (όσοι από αυτούς το διαθέτουν) την παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων στην οποία οδηγεί η χρήση του εν λόγω όρου, προσβάλλοντας το Έθνος και κυρίως δίνοντας την ευκαιρία στους γείτονες να καπηλεύονται κάτι που πραγματικά δεν τους ανήκει – δηλαδή την “μακεδονική ταυτότητα”-.
    Στον αντίποδα, παραβλέποντας εντελώς την “γκάφα” του Υπουργού η άλλη πλευρά εξάρει την...προσφορά του Υπουργού στην αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος φτάνοντας στο σημείο να τον παρουσιάζει ως τον Ανθρωπιστή - ήρωα απέναντι στην απάνθρωπη Ευρώπη. Στην ανακοίνωση μάλιστα της Νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος δε γίνεται καν λόγος για “ολέθριο” πόσο μάλλον για “λάθος” από πλευράς του “συντρόφου” Υπουργού, ούτε βεβαίως απαιτείται κάποια επανορθωτική ενέργεια.

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της παραπάνω πλευράς και την ηρωοποίηση του κ. Μουζάλα (και δι' αυτού της Κυβέρνησης) για την “επίλυση” του προσφυγικού ζητήματος αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στην “τιμητική” Ειδομένη με το “ανθρώπινο πρόσωπο” το Κράτος απουσιάζει παντελώς. Πραγματικός ήρωας αναδεικνύεται ξανά η Κοινωνία των (εθελοντών) πολιτών και της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια.
    Προσωπικά, λογικά και συναισθηματικά κλίνω προς την άποψη των μετριοπαθών ανθρώπων ( μόνο των ελλόγων όντων δηλαδή ) της πρώτης ομάδος. Ωστόσο, η θεώρησή μου διατυπώνεται εξόχως διαφορετικά. Πράγματι η δήλωση του Υπουργού αποτελεί ένα εξαιρετικά οδυνηρό σφάλμα. Ίσως μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές “αστοχίες” στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Όχι επειδή παρερμηνεύει απλώς τα ιστορικά γεγονότα – αυτό συμβαίνει από την έναρξη αυτής της διαμάχης και εναπόκειται στην ιστορική επιστήμη να απαντήσει σε πιο βαθμό συντελείται- αλλά γιατί εξευτελίζει διεθνώς την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα κράτος που έχει χαράξει μία συγκεκριμένη γραμμή κόντρα στη διεθνή κοινότητα, παραπέμφθηκε γι' αυτό στο Διεθνές αλλά και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ένδειξη καλής θέλησης υιοθέτησε πλαίσιο προτάσεων (βλ. σύνθετη ονομασία erga omnes/ veto Βουκουρεστίου 2008 ) με στόχο την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τελικά αυτοαναιρείται. “Γκάφα” ή “πεποίθηση”, “μικρή” ή “μεγάλη” η δήλωση Μουζάλα λειτουργεί ως αφοπλιστική επιβεβαίωση της θεωρίας περί “ελληνικών εμμονών” που κυκλοφορεί και κυριαρχεί - δυστυχώς- στα διεθνή fora. Και για την κατάσταση αυτή μεγάλες ευθύνες εντοπίζονται στην ελληνική πολιτική αδιαλλαξία κυρίως στα πρώτα χρόνια του προβλήματος.
    Γι' αυτό, η οπτική μου - περισσότερο πολιτική παρά συναισθηματική με οδηγεί σε διαφορετική άποψη για την “τύχη” του Υπουργού. Παρότι,δηλαδή, η παραίτηση του θα ήταν θεμιτό να κατατεθεί ως ένδειξη σοβαρής μεταμέλειας, εντούτοις δεν είναι συνετό να γίνει αποδεκτή την παρούσα στιγμή. Όχι βεβαίως, λόγω της ποιότητας των κυβερνητικών αγώνων και έργων (εδώ γελάμε) αλλά λόγω της κρισιμότητας του χαρτοφυλακίου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μία ενδεχόμενη αντικατάσταση ή ευρύτερη δομική αναδιάρθρωση του Υπουργείου Μετανάστευσης, θα δημιουργούσε μόνο προβλήματα, κυρίως συντονιστική δυσκαμψία, τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει προς τις ευρωπαϊκές χώρες και παράλληλα καλείται να διαχειριστεί μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση με τις προσφυγικές ροές να συνεχίζουν αμείωτες. Θα δημιουργούσε,επομένως, μία δεύτερη “Μουζάλειο” πτέρνα.
    Συνοψίζοντας, η δήλωση Μουζάλα, είτε ως “ολίσθημα”, είτε ως διαμορφωμένη προσωπική πεποίθηση αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για τη διπλωματικό πρόσωπο της Χώρας και την ήδη πληγωμένη εικόνα της τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο διεθνές στερέωμα και ως εκ τούτου την καταδικάζω ανυπερθέτως . Η δημιουργία,όμως, μίας ακόμη (πιο) προβληματικής κοιτίδας σ΄ έναν ήδη πολύπαθο χώρο στον οποίο υπάρχει πλήθος ανειλημμένων υποχρεώσεων θα αποτελούσε την πλέον επικίνδυνη κατάσταση και μόνο ως λύση για το “Σκοπιανό” δε θα μπορούσε να νοηθεί.
    Ας μη κρυβόμαστε, άλλο δύο πληγές και άλλο μία (και να ήταν μόνο τόσες) σε έναν εξασθενημένο οργανισμό. Ας μη διυλίζουμε (τόσο) τον κώνωπα την ώρα που ο χρόνος κυλά εις βάρος μας σε όλα τα πεδία...

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Ανευθυνότητα και υπεκφυγές

Μάρτιος του 2016 - το προσφυγικό πρόβλημα συνεχίζει να βρίσκεται στην κορυφή της κυβερνητικής ατζέντας. Χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη, οι βαλκανικές χώρες, η μία μετά την άλλη, κλείνουν τα σύνορα τους, ενώ στην Ελλάδα τα κύματα των προσφύγων συνεχίζουν να εισρέουν. Κάπως έτσι η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο καθώς ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας συνεχίζει να υπερασπίζεται την «ανθρωπιστική» πολιτική της κυβέρνησης χωρίς όμως ένα σαφές πλάνο για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε συνεργασία με την Ευρώπη. Πρόσφατα παραχώρησε συνέντευξη στον κ. Χατζηνικολάου όπου ομολόγησε πως ως κυβέρνηση «ήμασταν ανέτοιμοι». Η δήλωση αυτή δείχνει πως ο πρωθυπουργός αναλαμβάνει την ευθύνη και με πολιτικό ρεαλισμό συνειδητοποιεί το πρόβλημα. Ωστόσο η φράση του συνεχίζεται «…γιατί δεν μπορούσαμε να είμαστε έτοιμοι για τόσο μεγάλες ροές αλλά δεν υποτιμήσαμε τον κίνδυνο, από το Μάρτιο του 2015 ζητούσα συνεννόηση με Τουρκία για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα».

Για άλλη μια φορά ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να υπεκφύγει και να καταδείξει πως ο ίδιος κατέβαλε όλες τις προσπάθειες για την διευθέτηση του ζητήματος ωστόσο οι «άλλοι» δυσχέραιναν το έργο του. Στην ίδια συνέντευξη μάλιστα κατηγορεί ακόμα και την αεροπορική εταιρία Turkish Airlines για την τιμή των εισιτηρίων που διευκολύνει την μετακίνηση προς την Τουρκία και επομένως προς την Ελλάδα.

Η τακτική αυτή του κ. Τσίπρα σίγουρα δεν αρμόζει σε έναν πρωθυπουργό ο οποίος ως αρχηγός της κυβέρνησης όφειλε να αναλάβει την ευθύνη, τουλάχιστον όση ανήκει στην κυβέρνηση του, και όχι να κατηγορεί άλλους για την αποτυχία του πολιτικού του προγράμματος. Η υπεκφυγή αυτή όμως δεν είναι καινούριο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην χώρα μας ακόμα και εκτός των πολιτικών ορίων ανθεί η τέχνη της υπεκφυγής. Ολόκληρες γενιές έχουν μεγαλώσει με την νοοτροπία πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι σε τίποτα παρά μόνο οι άλλοι. Ιδίως όταν οι άλλοι τυγχάνουν ξένοι τόσο το καλύτερο για τον Έλληνα, ο οποίος βρίσκει εξιλαστήριο θύμα για να του φορτώσει κάθε αποτυχία της χώρας. Οι Άγγλοι (και οι Γάλλοι) θεωρούνταν για μεγάλο διάστημα, από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τέτοιοι αποδιοπομπαίοι τράγοι ενώ στην συνέχεια οι Αμερικάνοι φορτώθηκαν αυτό το βάρος ειδικά για την Χούντα των Συνταγματαρχών το 1967. Πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα η Γερμανία θεωρούνται οι «αγαπημένοι» υπαίτιοι για τα δεινά της χώρας.

Οι χώρες αυτές σε καμία περίπτωση δεν αγιοποιούνται και ούτε παραγράφονται οι ευθύνες τους καθώς όντως έπαιξαν σημαντικό ρόλο και επηρέασαν το Ελληνικό κράτος για να εξυπηρετήσουν δικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, εξίσου αναγκαία είναι η διαπίστωση πως όλα τα κράτη κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον. Αυτή την διαπίστωση δεν έχει κάνει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο πέφτει από τα σύννεφα κάθε φορά που η κάθε Ουγγαρία κλείνει τα σύνορα της στους πρόσφυγες και δεν βοηθάει το έργο της Ελλάδας.

Αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη περί άσπρου και μαύρου έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές τον λαό σε αποφάσεις με έντονο το συναισθηματικό στοιχείο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το δημοψήφισμα του Ιουλίου στο οποίο θεωρώντας «κακιά» την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν θέλει το καλό της χώρας, πολλοί έσπευσαν να επικροτήσουν την διαφαινόμενη έξοδο από την Ένωση (αν και όπως αποδείχθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορούσε το ζήτημα αυτό) δίχως να αντιληφθούν τις επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια κίνηση για το κράτος. Ανένδοτος ο μέσος Έλληνας θεωρούσε πως ως δια μαγείας όλα του τα προβλήματα θα λύνονταν με το Grexit.

Όπως προαναφέρθηκε, η ένωση φέρει ευθύνες για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας. Ωστόσο φέρει τις λιγότερες. Εκτός κι αν είναι υπεύθυνη για το γεγονός πως η εισιτηριοδιαφυγή στον ΟΑΣΘ ξεπερνάει τα 17 εκατομμύρια ετησίως. Εκτός κι αν είναι υπεύθυνη για την πλήρη απαξίωση των ελληνικών πανεπιστημίων. Εκτός κι αν ευθύνεται που η χώρα ήταν «πρωταθλήτρια» της ΕΕ στην διαφθορά το 2014 (το 2015 κατατάσσεται ενθαρρυντικώς στην 58η θέση από την 69η το 2014 σε σύνολο 168 χωρών σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας¹). Εκτός κι αν ευθύνεται που η Ελλάδα συνεχίζει να δέχεται αθρόα πρόσφυγες δίχως όμως να έχει εξασφαλίσει τι θα γίνει στην συνέχεια με αυτούς και κατά πόσον μπορεί να τους αντέξει η εθνική οικονομία. Εκτός και εάν ευθύνεται για τον πακτωλό των χρηματικών ενισχύσεων που κατέβαλε από την δεκαετία του 1990 και μετά για την αναδιάρθρωση της γεωργίας, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, της έρευνας και της επιχειρηματικότητας. Εκτός κι αν, τέλος, είναι αυτή που αναδεικνύει τις κυβερνήσεις και όχι ο λαός. Ένας λαός που σε μεγάλο βαθμό έχει μάθει να είναι ευθυνόφοβος με την πρόφαση πως διαρκώς φταίνε οι άλλοι και όχι ο ίδιος. Τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας.


¹http://www.kathimerini.gr/847275/article/epikairothta/ellada/epiteloys-meiwnetai-h-diaf8ora-sthn-ellada 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Η Βουλιμία της Εξουσίας

Ήταν Γενάρης του 2015. Ο διαφαινόμενος νικητής των εκλογών εκείνης της περιόδου δήλωνε μεταξύ άλλων: “Το πάρτι τελείωσε! Ενοποιούμε όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, σε ένα ενιαίο σώμα που υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό". Το ίδιο κιόλας βράδυ, με αφορμή τα παραπάνω λόγια, εξωτερίκευσα σε φιλική συνάθροιση την έντονη ανησυχία μου αναφορικά με δείγματα συγκεντρωτισμού και εξουσιομανίας που φαινόταν να παρουσιάζει το νεόκοπο κόμμα εξουσίας. “Υπερβολές”, μου απάντησαν, “ μ' αυτό τον τρόπο θα κάνει καλό στη χώρα”. Σήμερα, ένα χρόνο μετά και παρότι η δέσμευση εκείνη έμεινε απραγματοποίητη, η ακόρεστη δίψα για όλο και περισσότερη εξουσία επαληθεύεται καθημερινά με τη συνδρομή διαφόρων γεγονότων.
Τα κυριότερα και πιο πρόσφατα γεγονότα αποτελούν οι ειδήσεις που κατακλύζουν την κοινή γνώμη αναφορικά με προσπάθειες παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης. Η πολιτική ηγεσία της μάλλον λησμόνησε τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις περί λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τόσο της “καθήμενης” δικαιοσύνης όσο και του εισαγγελικού κλάδου και διολισθαίνει σε “παζάρια” κλειστού τύπου με τους δικαστικούς λειτουργούς αναφορικά με τον τρόπο που οι τελευταίοι θα ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους. Ανεξαρτήτως, δε, του κατά πόσο τις ασκούν ικανοποιητικά ή νόμιμα πρέπει να καταστεί σαφές ότι δικαιοσύνη κατά παραγγελία και μάλιστα επ' απειλή (;) δεν είναι δικαιοσύνη. Προσβάλλει τη φύση της ως ανεξάρτητης κρατικής λειτουργίας (άρθρο 26 του Συντάγματος) και καταδεικνύει αναμφιβόλως μία πατερναλιστική λογική ελέγχου της κρατικής εξουσίας a priori.
Πέραν όμως των τελευταίων συνταρακτικών γεγονότων μεγάλο προβληματισμό προκαλεί επίσης η συστηματική προσπάθεια περιορισμού της διακίνησης πληροφοριών. Κυριότερη αποτύπωση της αποτελεί η “εξυγίανση” του τηλεοπτικού τοπίου (προσεχώς της ραδιοφωνίας και του διαδικτύου). Με αξίωμα την φράση “ Η αυτονόμηση των ΜΜΕ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες της Δημοκρατίας στην Ελλάδα” η Κυβέρνηση βάζει “σε τάξη” το τηλεοπτικό, αρχικά, τοπίο. Αντίπαλον δέος, φυσικά, το φάντασμα της διαπλοκής που πράγματι πλανάται πάνω από τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η μάχη όμως δεν κερδήθηκε και ούτε πρόκειται να κερδηθεί γιατί η διαπλοκή δε μπορεί να νικηθεί με καινούρια διαπλοκή. Η εγκαθίδρυση καθεστώτος τεσσάρων (ιδιωτικών) τηλεοπτικών συχνοτήτων σ' ένα σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον το οποίο εξασφαλίζει – αν όχι άπειρες - πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, με αδιαφανείς και αντισυνταγματικούς όρους (παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 15παρ2 του Συντάγματος που απονέμει τον άμεσο κρατικό έλεγχο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στο ΕΣΡ) χωρίς παράλληλα τη θέσπιση συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων οικονομικής ευρωστίας των εν λόγω επιχειρήσεων ( σ' έναν διαγωνισμό που όταν ενεργηθεί, θα ενεργηθεί από την Κυβέρνηση) θέτει εν αμφιβόλω τόσο τον πόλεμο έναντι της διαπλοκής όσο κυρίως την ελευθερία στην πληροφόρηση, στην έκφραση και διακίνηση ιδεών και απόψεων (άρθρα 9, 14 Συντάγματος ). Υπόκωφα ,δηλαδή, επιδιώκεται ο συγκεκαλυμμένος – κατά το δυνατόν - έλεγχος της ενημέρωσης που κατά λογική ακολουθία επιφέρει αυθαίρετη δράση της πολιτικής εξουσίας με τις ευλογίες της χειραγωγημένης κοινής γνώμης.
Τα παραπάνω περιστατικά είναι ετερόκλητα και ως εκ τούτου θα μπορούσε καθένα να αναλυθεί ξεχωριστά σε επιμέρους κείμενα. Το στημόνι, όμως, πάνω στο οποίο συνυφαίνονται είναι αναμφισβήτητα η πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να γαντζωθεί άγαρμπα από την εξουσία. Εντατικοποιώντας καθημερινά τον αγώνα επιρροής σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής λειτουργίας όπως η Δικαιοσύνη, εξουδετερώνοντας άκομψα – τις περισσότερες φορές- όποιον (μοιάζει να) τίθεται ως εμπόδιο στον ξέφρενο δρόμο της και ευνοώντας (με διορισμούς σε σχετικές κυβερνητικές υπηρεσίες ή με τσαντιρο...χειροκροτήματα) τους εν Τύπω πραιτοριανούς της, προσεγγίζει όλο και περισσότερο τον πυρήνα ενός σκληρού imperium, δημιουργώντας, παράλληλα, το δικό της κράτος εν κράτει που στελεχώνει με ημετέρους.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, το μεταπολιτευτικό καράβι συνεχίζει τον μονότονο πλου του. Φτιαγμένο πια με νέα (;) υλικά υποκινούμενο όμως από την ίδια και τρισχειρότερη αντίληψη κομματικής άλωσης του Κράτους. Δυστυχώς, όμως, ενώ ορισμένοι αγωνίζονται με τέτοιους μικροπρεπείς τρόπους να κρατήσουν το πηδάλιο, το καράβι βουλιάζει. Συνεχώς. Και το μεγάλο ερώτημα είναι αν οι για πολλά χρόνια δοκιμασμένοι θεσμοί (κυρίως η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη) θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων ή αν η πληγωμένη δημοκρατία, την οποία οι ελπιδοφόροι ήρθαν για να αποκαταστήσουν θα παραδοθεί οριστικά πια στην βουλιμική αντίληψη εξουσίας που κομίζουν. Ας ελπίσουμε πως οι θεσμοί και ο ελληνικός λαός με τις δημοκρατικές επιλογές του θα επιλέξουν το σωστό αφού ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά.


Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Πες μου που μένεις, να σου πω τι σε συμφέρει!

Το κοινό συμφέρον αποτελεί μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο. Πολλές διαφορετικές απόψεις έχουν υποστηριχτεί από την αρχαιότητα ως σήμερα και πολλές θεωρίες έχουν θεμελιωθεί πάνω σε αυτή την έννοια. Οι πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν υποστηριχθεί γι’ αυτή την περίπλοκη έννοια καταδεικνύουν την σημασία της για την λειτουργία του πολιτεύματος και για την κοινωνική οργάνωση.


Μπορούμε να ορίσουμε το κοινό συμφέρον και πως; Η έννοια του κοινού συμφέροντος είναι σύνθετη επομένως πολλοί παράγοντες την καθορίζουν. Ένας από αυτούς και ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόπος κατοικίας. Μπορεί κάτι τόσο απλοϊκό όσο ο τόπος κατοικίας να έχει τόσο σημαντικό ρόλο για την διαμόρφωση του κοινού συμφέροντος;
Κατ’ αρχήν ας ξεχωρίσουμε τις δύο λέξεις. Πρώτη λέξη είναι το κοινό. Αυτό σημαίνει πως αφορά όλους. Ποιους όλους όμως; Σε μια κοινωνία που αποτελείται από χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια άτομα και πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες μπορεί να υπάρξει κάτι κοινό; Ο συνδετικός κρίκος όλων των μελών της κοινωνίας είναι η χώρα τους, είναι η πόλη τους, είναι ο δήμος τους, και ούτω καθεξής, μια σειρά ομόκεντρων κύκλων που διαμορφώθηκε προοδευτικά ιδιαίτερα μετά τον Διαφωτισμό. Ακόμα κι έτσι όμως την κοινωνία αποτελούν και άτομα διαφορετικής εθνικότητας. Έχουν άραγε και αυτοί ως κοινό στοιχείο με τους υπόλοιπους ντόπιους τον τόπο κατοικίας τους; Κατά μία άποψη αυτό όντως συμβαίνει δεδομένου το ότι εφόσον κατοικούν σε μια περιοχή το μέλλον τους εξαρτάται άμεσα από το μέλλον αυτού του τόπου. Επομένως μπορούμε να δημιουργήσουμε ολότητες με κοινό στοιχείο τον τόπο κατοικίας τους και όχι την εθνικότητα, την τάξη τους ή τις πολιτικές τους απόψεις. Βέβαια δεν είναι όλοι οι κάτοικοι μόνιμοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φοιτητές οι οποίοι εφόσον διαμένουν περιστασιακά σε ένα μέρος έχουν διαφορετικά συμφέροντα με τους μόνιμους κατοίκους. Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση πρέπει να θυμηθούμε πως οι φοιτητές δεν έχουν εκλογικά δικαιώματα στον τόπο φοίτησης τους εφόσον, βεβαίως, δεν ανήκουν σε αυτόν τον δήμο. Άρα ο τόπος δεν επηρεάζεται από τους περιστασιακούς κατοίκους και το επιμέρους συμφέρον που αυτοί μπορεί να έχουν.

Δεύτερη λέξη είναι το συμφέρον. Είναι δεδομένο πως το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης «συμφέρον» είναι διαφορετικό για το κάθε άτομο και διαμορφώνεται ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο. Ποιος χώρος; Μα φυσικά ο τόπος κατοικίας τους. Ο τόπος κατοικίας μαζί με τον προφανώς κοινό χρόνο είναι στοιχείο που ενώνει τους ανθρώπους ως προς τα συμφέροντα τους. Είναι λογικό τα άτομα που μένουν σε ένα μέρος να εξαρτώνται άμεσα από αυτό. Ακόμα κι αν κάποιος εύπορος κατοικεί σε μια φτωχή χώρα επηρεάζεται έμμεσα από την κατάσταση της υπό την έννοια πως οι επιχειρήσεις του, το βιοτικό επίπεδο, η εκπαίδευση που θα λάβουν τα παιδιά του και πολλά άλλα απαραίτητα στοιχεία πλήττονται και υποβαθμίζονται. Αντίστοιχα, εάν κάποιος άπορος βρίσκεται σε μια χώρα που ανθεί θα του δοθούν οι ευκαιρίες για να βελτιώσει την κατάσταση του, τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική. Αυτή η άποψη δεν είναι καινούρια. Ίσα ίσα διατυπώθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Πολιτικά»¹.

Βλέπουμε λοιπόν πως το κοινό συμφέρον έχει άμεση σχέση με την κατοικία του ατόμου. Είναι όμως δυνατό όλοι οι Έλληνες να έχουν κοινό συμφέρον εφόσον υπάρχουν τόσες διαφορές μεταξύ τους; Έχει ο αγρότης τα ίδια συμφέροντα με τον δικηγόρο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι παραδόξως καταφατική. Όχι σε ειδικό επίπεδο αλλά σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Το συμφέρον της χώρας είναι ίδιο και για τα δύο μέρη του παραδείγματος. Εάν η χώρα αποκτήσει οικονομική σταθερότητα και ευρωστία θα καταστεί δυνατό και για τις δύο ομάδες να ασκήσουν τα επαγγέλματα τους αποτελεσματικά και κερδοφόρα.

Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην σύγχρονη κοινωνία. Τα κόμματα έχουν διαχωρίσει τα άτομα της κοινωνίας, τους έχουν ξεχωρίσει δημιουργώντας υποομάδες, η κάθε μία με το δικό της συμφέρον. Σε αυτήν την περίπτωση όμως δεν ισχύει το κοινό συμφέρον. Εκεί ισχύει το κομματικό συμφέρον. Το κομματικό συμφέρον μπορεί να νοηθεί και ως συμφέρον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων γεγονός που το διαφοροποιεί από το κοινό. Έτσι κάθε κυβέρνηση άλλοτε βοηθάει μια κοινωνική ομάδα κι άλλοτε την πλήττει. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια διαρκής κοινωνική αναταραχή και μια δυσφορία προς την πολιτική.

Ποια είναι η λύση σε αυτήν την κατάσταση; Το να διαλυθούν τα κόμματα; Όχι βέβαια. Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε ισοπεδωτικά αγνοώντας την σημασία που είχαν και έχουν τα κόμματα στην διαμόρφωση και διατήρηση του πολιτεύματος. Πιο συμβατή λύση είναι τα κόμματα διατηρώντας την ιδεολογία τους να αντιληφθούν πως ακόμα και τους ακροδεξιούς και τους ακροαριστερούς ενώνει ένα στοιχείο. Και αυτό είναι φυσικά το κοινό συμφέρον. Όταν οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν αποσκοπούν αποκλειστικά στην βελτίωση της θέσης μίας τάξης αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, τότε οι κοινωνικές ομάδες που αρχικά πλήττονται στην συνέχεια θα ευδοκιμήσουν, όχι μόνο για όσο παραμένει στην εξουσία ένα συγκεκριμένο κόμμα αλλά όσο διατηρείται το δημοκρατικό πολίτευμα.



¹ Αριστοτέλης «Πολιτικά» 1279α 25 «ἐπεὶ δὲ πολιτεία μὲν καὶ πολίτευμα σημαίνει ταὐτόν, πολίτευμα δ’ ἐστὶ τὸ κύριον τῶν πόλεων, ἀνάγκη δ’ εἶναι κύριον ἢ ἕνα ἢ ὀλίγους ἢ τοὺς πολλούς, ὅταν μὲν ὁ εἷς ἢ οἱ ὀλίγοι ἢ οἱ πολλοὶ πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον ἄρχωσι, ταύτας μὲν ὀρθὰς ἀναγκαῖον εἶναι τὰς πολιτείας, τὰς δὲ πρὸς τὸ ἴδιον ἢ τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ πλήθους παρεκβάσεις».

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Η αλλεργία της Πολιτικής

Στην επιστήμη της Ιατρικής και της Βιολογίας ως αλλεργία ορίζεται η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά απέναντι σε αβλαβείς περιβαλλοντικές ουσίες, που ονομάζονται αλλεργιογόνα. 1 Δυστυχώς,όμως,ανάλογες παθολογικές αντιδράσεις δεν εμφανίζονται μονάχα στους ζωντανούς οργανισμούς αλλά χαρακτηρίζουν και άλλα φαινόμενα της ζωής μεταξύ των οποίων και η πολιτική δραστηριότητα.
Το αλλεργιογόνο της σύγχρονης πολιτικής είναι η μεταρρύθμιση. Όχι η λέξη αυτή καθ' αυτή αφού η τελευταία χρησιμοποιείται πολλάκις για να περιγράψει απλές μεταβολές σε καταστάσεις, που δεν επιφέρουν όμως ριζικό εκσυγχρονισμό προς βελτιωτική κατεύθυνση. Στο ουσιαστικό της περιεχόμενο,όμως, η έννοια της μεταρρύθμισης βρίσκεται τουλάχιστον σε διάσταση με το πολιτικό σύστημα σε μια περίοδο που είναι πιο αναγκαία από ποτέ, τόσο για τη θωράκιση του ιδίου και κατ' επέκταση της Δημοκρατίας αλλά και για την ύπαρξη του ίδιου του Κράτους. Το τελευταίο “χτύπημα” της αλλεργίας παρατηρήθηκε χθες, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας συζήτησης και ψήφισης του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης “Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, Βαθμολογική Διάρθρωση Θέσεων, Συστήματα Αξιολόγησης, Προαγωγών και Επιλογής Προϊσταμένων (Διαφάνεια - Αξιοκρατία και Αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης)” σε δύο φάσεις.
Την πρώτη φάση αντι-μεταρρύθμισης αποτέλεσε η απόρριψη βουλευτικής τροπολογίας ( Γ.Α 246 και Ε.Α 18| 19/2/2016 ) η οποία προέβλεπε την κατάργηση των πολιτικών γραφείων των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, και ως εκ τούτου την έκπτωση των υπηρετούντων σε αυτά από την ιδιότητα (και επομένως τις απολαβές) του δημοσίου υπαλλήλου. Εκ πρώτης όψεως ίσως πράγματι να βρίσκει κανείς την τροπολογία υπερβολική. Κι αυτό διότι καταργεί εξ' ολοκλήρου διοικητικές δομές και πιθανώς να επιφέρει μ' αυτό τον τρόπο δυσλειτουργία στον κρατικό μηχανισμό. Εντούτοις, η σπουδή του αρμοδίου Υπουργού να την απορρίψει εξ' ολοκλήρου – εγκρίνοντας παράλληλα πάνω από δεκαπέντε άσχετες υπουργικές τροπολογίες - προκαλεί μάλλον αρνητική εντύπωση διότι θα μπορούσε με βάση αυτή να προσφύγει σε μία μέση λύση περιορισμού (και όχι κατάργησης των δομών αυτών) αποδεικνύοντας τη βούληση του πολιτικού συστήματος να περιορίσει τα έξοδα λειτουργίας του και να συνδράμει έμπρακτα στην προσπάθεια “νοικοκυρέματος” του Κράτους, σε μία περίοδο που έρχεται αντιμέτωπο με νέες εισοδηματικές περικοπές – δια της ασφαλιστικής “μεταρρύθμισης”- ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής Κοινωνίας.
Το δεύτερο μεγάλο αλλεργικό σοκ ήρθε με την ψήφιση του Νομοσχεδίου. Ο πυρήνας του Νομοσχεδίου, το γεγονός δηλαδή ότι θα προέρχονταν οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς των Υπουργείων (εξήντα τρεις τον αριθμό) από το Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να περιορισθεί το λεγόμενο “κομματικό κράτος” ξαφνικά...διεγράφη! Μια πραγματική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε την συνέχεια του Κράτους με τον ανάλογο συντονισμό και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής από άρτια καταρτισμένα υπηρεσιακά στελέχη – και όχι “κολλητούς” του εκάστοτε πολιτικού προσωπικού – αντικαταστάθηκε με διάταξη που προβλέπει τη δημιουργία επιπλέον προσωποπαγών θέσεων, των διοικητικών γραμματέων!3 Το θλιβερό δε είναι ότι πρόκειται για διάταξη που η ίδια η Κυβέρνηση δια του Υπουργού της εισηγήθηκε και στη συνέχεια την ανακάλεσε.
Με την παράθεση των δύο παραπάνω στιγμιοτύπων διαφαίνεται η φιλοσοφία που διακατέχει το νέ...παλιό – ας μην ξεχνιόμαστε – πολιτικό σύστημα: πλήρως ασύμβατη με την Διαφάνεια, την Αξιοκρατία και την Αποτελεσματικότητα της Διοίκησης που κατά τ' άλλα επιφέρει το Νομοσχέδιο. Αντίθετα, στο πατρόν της μεταπολιτευτικής πρακτικής και η αριστερή Κυβέρνηση φροντίζει να βολέψει (περισσοτέρους) ημετέρους και μάλιστα διαφημίζοντας τις τακτικές αυτές ως “τομές” για τη Δημόσια Διοίκηση. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται πρόθυμη να αυξήσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές δίνοντας δηλαδή την χαριστική βολή στην ήδη πληγωμένη ιδιωτική οικονομία. Φυσικά η κριτική αυτή δε περιορίζεται στην παρούσα Κυβέρνηση αφού και οι προηγούμενες (πρόσφατες και παλαιότερες ) φέρουν μεγάλη ευθύνη για την ανάδειξη και παγιοποίηση τέτοιων πρακτικών. Στη συγκεκριμένη όμως περίοδο, με την οικονομία σε πλήρη εκτροχιασμό και εξωτερική πολιτική χωρίς πυξίδα, αναδύεται περισσότερο από ποτέ η ανάγκη ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων ( δηλαδή εκσυγχρονιστικών μεταβολών στις κρατικές δομές με άμεσο ενεργητικό αποτέλεσμα ) για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Δημοσίου, τόσο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό. Παρόλα αυτά, η Κυβέρνηση εμφανίζεται τουλάχιστον απρόθυμη να τις υλοποιήσει δημιουργώντας παράλληλα το δικό της “παρακράτος”.
Συνοψίζοντας, η αλλεργική αντίδραση του πολιτικού συστήματος στις φυσικές και απαραίτητες ενέργειες εκσυγχρονισμού του κράτους σε συνδυασμό με την παράλληλη υλοποίηση εκκωφαντικά αντίθετων ενεργειών αποτελεί τη διαχρονική ασθένεια της ελληνικής πολιτικής. Στις μέρες μας, παρά την αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισής της, αυτή γιγαντώνεται δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τη δυσχερή θέση της Πατρίδας μας. Ίσως στα μάτια ορισμένων η παθογένεια αυτή να μοιάζει ασήμαντη απέναντι στον ορυμαγδό των γεγονότων που συμβαίνουν καθημερινά στην Ελλάδα (μεταναστευτικό, κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό, προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ). Ωστόσο, αυτή η απροθυμία για ριζικές αλλαγές αποτελεί έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα που οδηγεί την Ελλάδα σ' όλο και περισσότερα κακοτράχαλα μονοπάτια.


1Ορισμός: Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια, λήμμα: Αλλεργία.
2Πρόκειται για τροπολογία που κατέθεσαν τρεις βουλευτές της Κ.Ο του κινήματος “ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ”. Προβλέπει συγκεκριμένα την κατάργηση των άρθρων 55 και 56 του Π.Δ 63/2005 ( Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα).
3 βλ άρθρο 6 του σχετικού Ν/Σ.
*Ενημέρωση (29/02/2016): βλ. ΦΕΚ Α' 33/2016 (σελ.974) : ν.4369/2016, άρθρο 6 (ημ. δημοσίευσης: 27η Φεβρουαρίου 2016)