Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Ο πολιτισμός της διαμαρτυρίας

Πριν από μία βδομάδα άγνωστοι εισέβαλαν στον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι, όπου τα έκαναν «γυαλιά καρφιά» σπάζοντας μηχανήματα και ΑΤΜ, αλλά και γράφοντας συνθήματα στους τοίχους με σπρέι. Η επίθεση αυτή ήταν μέρος μιας γενικευμένης προσπάθειας του αντι-εξουσιαστικού χώρου για δωρεάν μετακίνηση, όπως διακρίνεται και στα αναγραφόμενα στους τοίχους συνθήματα. Ούτε το μετρό λοιπόν, ένα από τα κοσμήματα της Αθήνας, μπορεί να ξεφύγει από τις επιθέσεις των «βαρβάρων», οι οποίοι θεωρούν πως προκαλώντας χάος θα προωθήσουν τα πολιτικά (;) τους αιτήματα.
Ο σημερινός τρόπος έκθεσης ιδεών...

Αποτελεί, όμως, αυτό το γεγονός κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα; Όχι βέβαια. Άλλωστε μέχρι και πριν έναν μήνα τουλάχιστον, οι αγρότες φρόντιζαν να παρακωλύουν όλο το οδικό σύστημα της χώρας εμποδίζοντας χιλιάδες ανθρώπους και επιχειρήσεις να διεκπεραιώσουν τις εργασίες τους. Δίχως να ενδιαφερθούν για κανέναν, οι αγρότες θεώρησαν πως ο τρόπος για να καταδείξουν την εναντίωση τους στο Ασφαλιστικό ήταν να καταλάβουν τους δρόμους στήνοντας μπλόκα και να ωρύονται ολημερίς στα κανάλια.
Τα αιτήματα διαφορετικά, ωστόσο και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις είναι εμφανής η παντελής έλλειψη ενός πολιτισμικού επιπέδου όσον αφορά την μέθοδο της διαμαρτυρίας. Προξενώντας μπάχαλο και οι δύο ομάδες διαμαρτυρόμενων υπερηφανεύονται πως δήθεν κατόρθωσαν να προβάλλουν τις αξιώσεις τους.
Η κατάσταση στα σχολεία, τον μικρόκοσμο της κοινωνίας, οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Με αστείες διεκδικήσεις και εξίσου αστείες αιτίες και αφορμές, ένα μέρος των μαθητών αποφασίζει, υπό τον μανδύα ενός δημοκρατικού τρόπου, να αποκλείσει το σχολικό κτήριο μέχρις ότου οι καταληψίες βαρεθούν να επαναστατούν, ένα φαινόμενο με εθιμικές πλέον διαστάσεις.
Το εκπαιδευτικό σύστημα αδιαφορεί επιδεικτικά για αυτόν τον πρωτοφανή τρόπο με τον οποίο οι μαθητές αντιδρούν στα προβλήματα του σχολείου και πετά το μπαλάκι στους διευθυντές και στο μέρος των μαθητών που αντιλαμβάνεται πως ακόμα κι αν υπήρχε πρόβλημα, η κατάληψη δεν ενδείκνυται ως μέθοδος αντίδρασης.
Και δυστυχώς δεν είναι μόνο τα σχολεία. Ακόμα και σε υψηλότερο επίπεδο, στα ΑΕΙ και δη σε μία από τις μεγαλύτερες σχολές της χώρας, στην Νομική σχολή Αθηνών πριν από ένα χρόνο το κτίριο είχε καταληφθεί από αντι-εξουσιαστές παρεμποδίζοντας την παρακολούθηση των μαθημάτων με την πλήρη ανοχή της πολιτείας.
Στο σημείο αυτό, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, τα περιστατικά αυτά είναι μοναδικό προνόμιο της Ελλάδας; Φυσικά και όχι. Στον δυτικό κόσμο πολλάκις έχουν ξεσπάσει βίαιες διαμαρτυρίες και απεργίες που μοιάζουν με τις παραπάνω τακτικές στην χώρα μας. Η διαφορά όμως είναι πως εκεί τα φαινόμενα αυτά αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μαζική κινητοποίηση των οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων της Premier League, οι οποίοι, διαμαρτυρόμενοι πολιτισμένα, κατόρθωσαν να πετύχουν τον σκοπό τους δηλαδή τη μείωση της τιμής των εισιτηρίων.
Δυστυχώς όμως, η ιδιόμορφη εγωκεντρική αντίληψη του Νεοέλληνα για τα κοινά αγαθά αλλά και η άποψη πως επανάσταση σημαίνει πλήρης ισοπέδωση των πάντων, δυσχεραίνει την διάδοση παρόμοιων μεθόδων στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα αποδεικνύει την έλλειψη οποιουδήποτε πολιτισμικού επιπέδου και οιασδήποτε πνευματικής καλλιέργειας από το εκπαιδευτικό σύστημα, … ειδικά όταν πρωθυπουργός της χώρας είναι ένας τέως αμετανόητος καταληψίας.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Πτέρνα “Μουζάλειος”

Ο Γ. Μουζάλας, Αν. Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής
   Η φράση του Γ. Μουζάλα “πέρασμα στη Μακεδονία” σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη πυροδότησε γενική πολιτική αναταραχή. Ομολογουμένως δεν είναι η πρώτη φορά που δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων προκαλούν αλγεινές εντυπώσεις. Και δε πρόκειται αυτή να είναι η τελευταία. Οι αντιδράσεις αυτή τη φορά, όμως, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο και δημιουργούν έως και ρήγμα στις σχέσεις των κυβερνητικών εταίρων.    Όπως συμβαίνει πάντοτε έτσι και αυτή τη φορά η ελληνική κοινή γνώμη φρόντισε να διχαστεί σε “πατριώτες” που ζητούν εως και την κεφαλή του Υπουργού επί πίνακι και σε “εθνομηδενιστές” οι οποίοι δηλώνουν ως και την απόλυτη ταύτιση με τα λεγόμενα του κ. Υπουργού.
    Από τη μία πλευρά, οι πατριώτες - με μπροστάρη τον Υπ.Ε.Α- εξέπεμψαν ευθύς αμέσως κύμα αντιδράσεων απαιτώντας απειλητικά μάλιστα την άμεση παραίτηση του Υπουργού. Άλλοι πιο πληθωρικοί καταφέρθηκαν σε προσωπικό ύφος εναντίον του και τέλος μεγάλοι “οπλαρχηγοί”απείλησαν με...κυπαρίσσια. Ως επιχείρημα για τη σκληρή τους κριτική παρουσιάζουν (όσοι από αυτούς το διαθέτουν) την παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων στην οποία οδηγεί η χρήση του εν λόγω όρου, προσβάλλοντας το Έθνος και κυρίως δίνοντας την ευκαιρία στους γείτονες να καπηλεύονται κάτι που πραγματικά δεν τους ανήκει – δηλαδή την “μακεδονική ταυτότητα”-.
    Στον αντίποδα, παραβλέποντας εντελώς την “γκάφα” του Υπουργού η άλλη πλευρά εξάρει την...προσφορά του Υπουργού στην αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος φτάνοντας στο σημείο να τον παρουσιάζει ως τον Ανθρωπιστή - ήρωα απέναντι στην απάνθρωπη Ευρώπη. Στην ανακοίνωση μάλιστα της Νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος δε γίνεται καν λόγος για “ολέθριο” πόσο μάλλον για “λάθος” από πλευράς του “συντρόφου” Υπουργού, ούτε βεβαίως απαιτείται κάποια επανορθωτική ενέργεια.

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της παραπάνω πλευράς και την ηρωοποίηση του κ. Μουζάλα (και δι' αυτού της Κυβέρνησης) για την “επίλυση” του προσφυγικού ζητήματος αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στην “τιμητική” Ειδομένη με το “ανθρώπινο πρόσωπο” το Κράτος απουσιάζει παντελώς. Πραγματικός ήρωας αναδεικνύεται ξανά η Κοινωνία των (εθελοντών) πολιτών και της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια.
    Προσωπικά, λογικά και συναισθηματικά κλίνω προς την άποψη των μετριοπαθών ανθρώπων ( μόνο των ελλόγων όντων δηλαδή ) της πρώτης ομάδος. Ωστόσο, η θεώρησή μου διατυπώνεται εξόχως διαφορετικά. Πράγματι η δήλωση του Υπουργού αποτελεί ένα εξαιρετικά οδυνηρό σφάλμα. Ίσως μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές “αστοχίες” στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Όχι επειδή παρερμηνεύει απλώς τα ιστορικά γεγονότα – αυτό συμβαίνει από την έναρξη αυτής της διαμάχης και εναπόκειται στην ιστορική επιστήμη να απαντήσει σε πιο βαθμό συντελείται- αλλά γιατί εξευτελίζει διεθνώς την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα κράτος που έχει χαράξει μία συγκεκριμένη γραμμή κόντρα στη διεθνή κοινότητα, παραπέμφθηκε γι' αυτό στο Διεθνές αλλά και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ένδειξη καλής θέλησης υιοθέτησε πλαίσιο προτάσεων (βλ. σύνθετη ονομασία erga omnes/ veto Βουκουρεστίου 2008 ) με στόχο την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τελικά αυτοαναιρείται. “Γκάφα” ή “πεποίθηση”, “μικρή” ή “μεγάλη” η δήλωση Μουζάλα λειτουργεί ως αφοπλιστική επιβεβαίωση της θεωρίας περί “ελληνικών εμμονών” που κυκλοφορεί και κυριαρχεί - δυστυχώς- στα διεθνή fora. Και για την κατάσταση αυτή μεγάλες ευθύνες εντοπίζονται στην ελληνική πολιτική αδιαλλαξία κυρίως στα πρώτα χρόνια του προβλήματος.
    Γι' αυτό, η οπτική μου - περισσότερο πολιτική παρά συναισθηματική με οδηγεί σε διαφορετική άποψη για την “τύχη” του Υπουργού. Παρότι,δηλαδή, η παραίτηση του θα ήταν θεμιτό να κατατεθεί ως ένδειξη σοβαρής μεταμέλειας, εντούτοις δεν είναι συνετό να γίνει αποδεκτή την παρούσα στιγμή. Όχι βεβαίως, λόγω της ποιότητας των κυβερνητικών αγώνων και έργων (εδώ γελάμε) αλλά λόγω της κρισιμότητας του χαρτοφυλακίου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μία ενδεχόμενη αντικατάσταση ή ευρύτερη δομική αναδιάρθρωση του Υπουργείου Μετανάστευσης, θα δημιουργούσε μόνο προβλήματα, κυρίως συντονιστική δυσκαμψία, τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει προς τις ευρωπαϊκές χώρες και παράλληλα καλείται να διαχειριστεί μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση με τις προσφυγικές ροές να συνεχίζουν αμείωτες. Θα δημιουργούσε,επομένως, μία δεύτερη “Μουζάλειο” πτέρνα.
    Συνοψίζοντας, η δήλωση Μουζάλα, είτε ως “ολίσθημα”, είτε ως διαμορφωμένη προσωπική πεποίθηση αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για τη διπλωματικό πρόσωπο της Χώρας και την ήδη πληγωμένη εικόνα της τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο διεθνές στερέωμα και ως εκ τούτου την καταδικάζω ανυπερθέτως . Η δημιουργία,όμως, μίας ακόμη (πιο) προβληματικής κοιτίδας σ΄ έναν ήδη πολύπαθο χώρο στον οποίο υπάρχει πλήθος ανειλημμένων υποχρεώσεων θα αποτελούσε την πλέον επικίνδυνη κατάσταση και μόνο ως λύση για το “Σκοπιανό” δε θα μπορούσε να νοηθεί.
    Ας μη κρυβόμαστε, άλλο δύο πληγές και άλλο μία (και να ήταν μόνο τόσες) σε έναν εξασθενημένο οργανισμό. Ας μη διυλίζουμε (τόσο) τον κώνωπα την ώρα που ο χρόνος κυλά εις βάρος μας σε όλα τα πεδία...

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Ανευθυνότητα και υπεκφυγές

Μάρτιος του 2016 - το προσφυγικό πρόβλημα συνεχίζει να βρίσκεται στην κορυφή της κυβερνητικής ατζέντας. Χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη, οι βαλκανικές χώρες, η μία μετά την άλλη, κλείνουν τα σύνορα τους, ενώ στην Ελλάδα τα κύματα των προσφύγων συνεχίζουν να εισρέουν. Κάπως έτσι η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο καθώς ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας συνεχίζει να υπερασπίζεται την «ανθρωπιστική» πολιτική της κυβέρνησης χωρίς όμως ένα σαφές πλάνο για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε συνεργασία με την Ευρώπη. Πρόσφατα παραχώρησε συνέντευξη στον κ. Χατζηνικολάου όπου ομολόγησε πως ως κυβέρνηση «ήμασταν ανέτοιμοι». Η δήλωση αυτή δείχνει πως ο πρωθυπουργός αναλαμβάνει την ευθύνη και με πολιτικό ρεαλισμό συνειδητοποιεί το πρόβλημα. Ωστόσο η φράση του συνεχίζεται «…γιατί δεν μπορούσαμε να είμαστε έτοιμοι για τόσο μεγάλες ροές αλλά δεν υποτιμήσαμε τον κίνδυνο, από το Μάρτιο του 2015 ζητούσα συνεννόηση με Τουρκία για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα».

Για άλλη μια φορά ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να υπεκφύγει και να καταδείξει πως ο ίδιος κατέβαλε όλες τις προσπάθειες για την διευθέτηση του ζητήματος ωστόσο οι «άλλοι» δυσχέραιναν το έργο του. Στην ίδια συνέντευξη μάλιστα κατηγορεί ακόμα και την αεροπορική εταιρία Turkish Airlines για την τιμή των εισιτηρίων που διευκολύνει την μετακίνηση προς την Τουρκία και επομένως προς την Ελλάδα.

Η τακτική αυτή του κ. Τσίπρα σίγουρα δεν αρμόζει σε έναν πρωθυπουργό ο οποίος ως αρχηγός της κυβέρνησης όφειλε να αναλάβει την ευθύνη, τουλάχιστον όση ανήκει στην κυβέρνηση του, και όχι να κατηγορεί άλλους για την αποτυχία του πολιτικού του προγράμματος. Η υπεκφυγή αυτή όμως δεν είναι καινούριο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην χώρα μας ακόμα και εκτός των πολιτικών ορίων ανθεί η τέχνη της υπεκφυγής. Ολόκληρες γενιές έχουν μεγαλώσει με την νοοτροπία πως δεν ευθύνονται οι ίδιοι σε τίποτα παρά μόνο οι άλλοι. Ιδίως όταν οι άλλοι τυγχάνουν ξένοι τόσο το καλύτερο για τον Έλληνα, ο οποίος βρίσκει εξιλαστήριο θύμα για να του φορτώσει κάθε αποτυχία της χώρας. Οι Άγγλοι (και οι Γάλλοι) θεωρούνταν για μεγάλο διάστημα, από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τέτοιοι αποδιοπομπαίοι τράγοι ενώ στην συνέχεια οι Αμερικάνοι φορτώθηκαν αυτό το βάρος ειδικά για την Χούντα των Συνταγματαρχών το 1967. Πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα η Γερμανία θεωρούνται οι «αγαπημένοι» υπαίτιοι για τα δεινά της χώρας.

Οι χώρες αυτές σε καμία περίπτωση δεν αγιοποιούνται και ούτε παραγράφονται οι ευθύνες τους καθώς όντως έπαιξαν σημαντικό ρόλο και επηρέασαν το Ελληνικό κράτος για να εξυπηρετήσουν δικά τους συμφέροντα. Ωστόσο, εξίσου αναγκαία είναι η διαπίστωση πως όλα τα κράτη κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον. Αυτή την διαπίστωση δεν έχει κάνει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο πέφτει από τα σύννεφα κάθε φορά που η κάθε Ουγγαρία κλείνει τα σύνορα της στους πρόσφυγες και δεν βοηθάει το έργο της Ελλάδας.

Αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη περί άσπρου και μαύρου έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές τον λαό σε αποφάσεις με έντονο το συναισθηματικό στοιχείο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το δημοψήφισμα του Ιουλίου στο οποίο θεωρώντας «κακιά» την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν θέλει το καλό της χώρας, πολλοί έσπευσαν να επικροτήσουν την διαφαινόμενη έξοδο από την Ένωση (αν και όπως αποδείχθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορούσε το ζήτημα αυτό) δίχως να αντιληφθούν τις επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια κίνηση για το κράτος. Ανένδοτος ο μέσος Έλληνας θεωρούσε πως ως δια μαγείας όλα του τα προβλήματα θα λύνονταν με το Grexit.

Όπως προαναφέρθηκε, η ένωση φέρει ευθύνες για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας. Ωστόσο φέρει τις λιγότερες. Εκτός κι αν είναι υπεύθυνη για το γεγονός πως η εισιτηριοδιαφυγή στον ΟΑΣΘ ξεπερνάει τα 17 εκατομμύρια ετησίως. Εκτός κι αν είναι υπεύθυνη για την πλήρη απαξίωση των ελληνικών πανεπιστημίων. Εκτός κι αν ευθύνεται που η χώρα ήταν «πρωταθλήτρια» της ΕΕ στην διαφθορά το 2014 (το 2015 κατατάσσεται ενθαρρυντικώς στην 58η θέση από την 69η το 2014 σε σύνολο 168 χωρών σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας¹). Εκτός κι αν ευθύνεται που η Ελλάδα συνεχίζει να δέχεται αθρόα πρόσφυγες δίχως όμως να έχει εξασφαλίσει τι θα γίνει στην συνέχεια με αυτούς και κατά πόσον μπορεί να τους αντέξει η εθνική οικονομία. Εκτός και εάν ευθύνεται για τον πακτωλό των χρηματικών ενισχύσεων που κατέβαλε από την δεκαετία του 1990 και μετά για την αναδιάρθρωση της γεωργίας, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, της έρευνας και της επιχειρηματικότητας. Εκτός κι αν, τέλος, είναι αυτή που αναδεικνύει τις κυβερνήσεις και όχι ο λαός. Ένας λαός που σε μεγάλο βαθμό έχει μάθει να είναι ευθυνόφοβος με την πρόφαση πως διαρκώς φταίνε οι άλλοι και όχι ο ίδιος. Τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας.


¹http://www.kathimerini.gr/847275/article/epikairothta/ellada/epiteloys-meiwnetai-h-diaf8ora-sthn-ellada 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Η Βουλιμία της Εξουσίας

Ήταν Γενάρης του 2015. Ο διαφαινόμενος νικητής των εκλογών εκείνης της περιόδου δήλωνε μεταξύ άλλων: “Το πάρτι τελείωσε! Ενοποιούμε όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, σε ένα ενιαίο σώμα που υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό". Το ίδιο κιόλας βράδυ, με αφορμή τα παραπάνω λόγια, εξωτερίκευσα σε φιλική συνάθροιση την έντονη ανησυχία μου αναφορικά με δείγματα συγκεντρωτισμού και εξουσιομανίας που φαινόταν να παρουσιάζει το νεόκοπο κόμμα εξουσίας. “Υπερβολές”, μου απάντησαν, “ μ' αυτό τον τρόπο θα κάνει καλό στη χώρα”. Σήμερα, ένα χρόνο μετά και παρότι η δέσμευση εκείνη έμεινε απραγματοποίητη, η ακόρεστη δίψα για όλο και περισσότερη εξουσία επαληθεύεται καθημερινά με τη συνδρομή διαφόρων γεγονότων.
Τα κυριότερα και πιο πρόσφατα γεγονότα αποτελούν οι ειδήσεις που κατακλύζουν την κοινή γνώμη αναφορικά με προσπάθειες παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης. Η πολιτική ηγεσία της μάλλον λησμόνησε τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις περί λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τόσο της “καθήμενης” δικαιοσύνης όσο και του εισαγγελικού κλάδου και διολισθαίνει σε “παζάρια” κλειστού τύπου με τους δικαστικούς λειτουργούς αναφορικά με τον τρόπο που οι τελευταίοι θα ασκήσουν τις αρμοδιότητες τους. Ανεξαρτήτως, δε, του κατά πόσο τις ασκούν ικανοποιητικά ή νόμιμα πρέπει να καταστεί σαφές ότι δικαιοσύνη κατά παραγγελία και μάλιστα επ' απειλή (;) δεν είναι δικαιοσύνη. Προσβάλλει τη φύση της ως ανεξάρτητης κρατικής λειτουργίας (άρθρο 26 του Συντάγματος) και καταδεικνύει αναμφιβόλως μία πατερναλιστική λογική ελέγχου της κρατικής εξουσίας a priori.
Πέραν όμως των τελευταίων συνταρακτικών γεγονότων μεγάλο προβληματισμό προκαλεί επίσης η συστηματική προσπάθεια περιορισμού της διακίνησης πληροφοριών. Κυριότερη αποτύπωση της αποτελεί η “εξυγίανση” του τηλεοπτικού τοπίου (προσεχώς της ραδιοφωνίας και του διαδικτύου). Με αξίωμα την φράση “ Η αυτονόμηση των ΜΜΕ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες της Δημοκρατίας στην Ελλάδα” η Κυβέρνηση βάζει “σε τάξη” το τηλεοπτικό, αρχικά, τοπίο. Αντίπαλον δέος, φυσικά, το φάντασμα της διαπλοκής που πράγματι πλανάται πάνω από τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η μάχη όμως δεν κερδήθηκε και ούτε πρόκειται να κερδηθεί γιατί η διαπλοκή δε μπορεί να νικηθεί με καινούρια διαπλοκή. Η εγκαθίδρυση καθεστώτος τεσσάρων (ιδιωτικών) τηλεοπτικών συχνοτήτων σ' ένα σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον το οποίο εξασφαλίζει – αν όχι άπειρες - πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, με αδιαφανείς και αντισυνταγματικούς όρους (παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 15παρ2 του Συντάγματος που απονέμει τον άμεσο κρατικό έλεγχο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στο ΕΣΡ) χωρίς παράλληλα τη θέσπιση συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων οικονομικής ευρωστίας των εν λόγω επιχειρήσεων ( σ' έναν διαγωνισμό που όταν ενεργηθεί, θα ενεργηθεί από την Κυβέρνηση) θέτει εν αμφιβόλω τόσο τον πόλεμο έναντι της διαπλοκής όσο κυρίως την ελευθερία στην πληροφόρηση, στην έκφραση και διακίνηση ιδεών και απόψεων (άρθρα 9, 14 Συντάγματος ). Υπόκωφα ,δηλαδή, επιδιώκεται ο συγκεκαλυμμένος – κατά το δυνατόν - έλεγχος της ενημέρωσης που κατά λογική ακολουθία επιφέρει αυθαίρετη δράση της πολιτικής εξουσίας με τις ευλογίες της χειραγωγημένης κοινής γνώμης.
Τα παραπάνω περιστατικά είναι ετερόκλητα και ως εκ τούτου θα μπορούσε καθένα να αναλυθεί ξεχωριστά σε επιμέρους κείμενα. Το στημόνι, όμως, πάνω στο οποίο συνυφαίνονται είναι αναμφισβήτητα η πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να γαντζωθεί άγαρμπα από την εξουσία. Εντατικοποιώντας καθημερινά τον αγώνα επιρροής σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής λειτουργίας όπως η Δικαιοσύνη, εξουδετερώνοντας άκομψα – τις περισσότερες φορές- όποιον (μοιάζει να) τίθεται ως εμπόδιο στον ξέφρενο δρόμο της και ευνοώντας (με διορισμούς σε σχετικές κυβερνητικές υπηρεσίες ή με τσαντιρο...χειροκροτήματα) τους εν Τύπω πραιτοριανούς της, προσεγγίζει όλο και περισσότερο τον πυρήνα ενός σκληρού imperium, δημιουργώντας, παράλληλα, το δικό της κράτος εν κράτει που στελεχώνει με ημετέρους.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, το μεταπολιτευτικό καράβι συνεχίζει τον μονότονο πλου του. Φτιαγμένο πια με νέα (;) υλικά υποκινούμενο όμως από την ίδια και τρισχειρότερη αντίληψη κομματικής άλωσης του Κράτους. Δυστυχώς, όμως, ενώ ορισμένοι αγωνίζονται με τέτοιους μικροπρεπείς τρόπους να κρατήσουν το πηδάλιο, το καράβι βουλιάζει. Συνεχώς. Και το μεγάλο ερώτημα είναι αν οι για πολλά χρόνια δοκιμασμένοι θεσμοί (κυρίως η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη) θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων ή αν η πληγωμένη δημοκρατία, την οποία οι ελπιδοφόροι ήρθαν για να αποκαταστήσουν θα παραδοθεί οριστικά πια στην βουλιμική αντίληψη εξουσίας που κομίζουν. Ας ελπίσουμε πως οι θεσμοί και ο ελληνικός λαός με τις δημοκρατικές επιλογές του θα επιλέξουν το σωστό αφού ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά.


Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Πες μου που μένεις, να σου πω τι σε συμφέρει!

Το κοινό συμφέρον αποτελεί μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο. Πολλές διαφορετικές απόψεις έχουν υποστηριχτεί από την αρχαιότητα ως σήμερα και πολλές θεωρίες έχουν θεμελιωθεί πάνω σε αυτή την έννοια. Οι πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν υποστηριχθεί γι’ αυτή την περίπλοκη έννοια καταδεικνύουν την σημασία της για την λειτουργία του πολιτεύματος και για την κοινωνική οργάνωση.


Μπορούμε να ορίσουμε το κοινό συμφέρον και πως; Η έννοια του κοινού συμφέροντος είναι σύνθετη επομένως πολλοί παράγοντες την καθορίζουν. Ένας από αυτούς και ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τόπος κατοικίας. Μπορεί κάτι τόσο απλοϊκό όσο ο τόπος κατοικίας να έχει τόσο σημαντικό ρόλο για την διαμόρφωση του κοινού συμφέροντος;
Κατ’ αρχήν ας ξεχωρίσουμε τις δύο λέξεις. Πρώτη λέξη είναι το κοινό. Αυτό σημαίνει πως αφορά όλους. Ποιους όλους όμως; Σε μια κοινωνία που αποτελείται από χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια άτομα και πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες μπορεί να υπάρξει κάτι κοινό; Ο συνδετικός κρίκος όλων των μελών της κοινωνίας είναι η χώρα τους, είναι η πόλη τους, είναι ο δήμος τους, και ούτω καθεξής, μια σειρά ομόκεντρων κύκλων που διαμορφώθηκε προοδευτικά ιδιαίτερα μετά τον Διαφωτισμό. Ακόμα κι έτσι όμως την κοινωνία αποτελούν και άτομα διαφορετικής εθνικότητας. Έχουν άραγε και αυτοί ως κοινό στοιχείο με τους υπόλοιπους ντόπιους τον τόπο κατοικίας τους; Κατά μία άποψη αυτό όντως συμβαίνει δεδομένου το ότι εφόσον κατοικούν σε μια περιοχή το μέλλον τους εξαρτάται άμεσα από το μέλλον αυτού του τόπου. Επομένως μπορούμε να δημιουργήσουμε ολότητες με κοινό στοιχείο τον τόπο κατοικίας τους και όχι την εθνικότητα, την τάξη τους ή τις πολιτικές τους απόψεις. Βέβαια δεν είναι όλοι οι κάτοικοι μόνιμοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φοιτητές οι οποίοι εφόσον διαμένουν περιστασιακά σε ένα μέρος έχουν διαφορετικά συμφέροντα με τους μόνιμους κατοίκους. Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση πρέπει να θυμηθούμε πως οι φοιτητές δεν έχουν εκλογικά δικαιώματα στον τόπο φοίτησης τους εφόσον, βεβαίως, δεν ανήκουν σε αυτόν τον δήμο. Άρα ο τόπος δεν επηρεάζεται από τους περιστασιακούς κατοίκους και το επιμέρους συμφέρον που αυτοί μπορεί να έχουν.

Δεύτερη λέξη είναι το συμφέρον. Είναι δεδομένο πως το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης «συμφέρον» είναι διαφορετικό για το κάθε άτομο και διαμορφώνεται ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο. Ποιος χώρος; Μα φυσικά ο τόπος κατοικίας τους. Ο τόπος κατοικίας μαζί με τον προφανώς κοινό χρόνο είναι στοιχείο που ενώνει τους ανθρώπους ως προς τα συμφέροντα τους. Είναι λογικό τα άτομα που μένουν σε ένα μέρος να εξαρτώνται άμεσα από αυτό. Ακόμα κι αν κάποιος εύπορος κατοικεί σε μια φτωχή χώρα επηρεάζεται έμμεσα από την κατάσταση της υπό την έννοια πως οι επιχειρήσεις του, το βιοτικό επίπεδο, η εκπαίδευση που θα λάβουν τα παιδιά του και πολλά άλλα απαραίτητα στοιχεία πλήττονται και υποβαθμίζονται. Αντίστοιχα, εάν κάποιος άπορος βρίσκεται σε μια χώρα που ανθεί θα του δοθούν οι ευκαιρίες για να βελτιώσει την κατάσταση του, τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική. Αυτή η άποψη δεν είναι καινούρια. Ίσα ίσα διατυπώθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Πολιτικά»¹.

Βλέπουμε λοιπόν πως το κοινό συμφέρον έχει άμεση σχέση με την κατοικία του ατόμου. Είναι όμως δυνατό όλοι οι Έλληνες να έχουν κοινό συμφέρον εφόσον υπάρχουν τόσες διαφορές μεταξύ τους; Έχει ο αγρότης τα ίδια συμφέροντα με τον δικηγόρο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι παραδόξως καταφατική. Όχι σε ειδικό επίπεδο αλλά σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Το συμφέρον της χώρας είναι ίδιο και για τα δύο μέρη του παραδείγματος. Εάν η χώρα αποκτήσει οικονομική σταθερότητα και ευρωστία θα καταστεί δυνατό και για τις δύο ομάδες να ασκήσουν τα επαγγέλματα τους αποτελεσματικά και κερδοφόρα.

Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην σύγχρονη κοινωνία. Τα κόμματα έχουν διαχωρίσει τα άτομα της κοινωνίας, τους έχουν ξεχωρίσει δημιουργώντας υποομάδες, η κάθε μία με το δικό της συμφέρον. Σε αυτήν την περίπτωση όμως δεν ισχύει το κοινό συμφέρον. Εκεί ισχύει το κομματικό συμφέρον. Το κομματικό συμφέρον μπορεί να νοηθεί και ως συμφέρον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων γεγονός που το διαφοροποιεί από το κοινό. Έτσι κάθε κυβέρνηση άλλοτε βοηθάει μια κοινωνική ομάδα κι άλλοτε την πλήττει. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια διαρκής κοινωνική αναταραχή και μια δυσφορία προς την πολιτική.

Ποια είναι η λύση σε αυτήν την κατάσταση; Το να διαλυθούν τα κόμματα; Όχι βέβαια. Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε ισοπεδωτικά αγνοώντας την σημασία που είχαν και έχουν τα κόμματα στην διαμόρφωση και διατήρηση του πολιτεύματος. Πιο συμβατή λύση είναι τα κόμματα διατηρώντας την ιδεολογία τους να αντιληφθούν πως ακόμα και τους ακροδεξιούς και τους ακροαριστερούς ενώνει ένα στοιχείο. Και αυτό είναι φυσικά το κοινό συμφέρον. Όταν οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν αποσκοπούν αποκλειστικά στην βελτίωση της θέσης μίας τάξης αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, τότε οι κοινωνικές ομάδες που αρχικά πλήττονται στην συνέχεια θα ευδοκιμήσουν, όχι μόνο για όσο παραμένει στην εξουσία ένα συγκεκριμένο κόμμα αλλά όσο διατηρείται το δημοκρατικό πολίτευμα.



¹ Αριστοτέλης «Πολιτικά» 1279α 25 «ἐπεὶ δὲ πολιτεία μὲν καὶ πολίτευμα σημαίνει ταὐτόν, πολίτευμα δ’ ἐστὶ τὸ κύριον τῶν πόλεων, ἀνάγκη δ’ εἶναι κύριον ἢ ἕνα ἢ ὀλίγους ἢ τοὺς πολλούς, ὅταν μὲν ὁ εἷς ἢ οἱ ὀλίγοι ἢ οἱ πολλοὶ πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον ἄρχωσι, ταύτας μὲν ὀρθὰς ἀναγκαῖον εἶναι τὰς πολιτείας, τὰς δὲ πρὸς τὸ ἴδιον ἢ τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ πλήθους παρεκβάσεις».