Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Πρόσφυγες... δεξιά και αριστερά

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές θεωρητικές συλλήψεις του Αριστοτέλη ήταν αυτή περί μεσότητας. Ο φιλόσοφος υποστήριζε πως πάντοτε πρέπει να προτιμάται το μέσον το οποίο είναι και άριστον, ενώ παράλληλα τα δύο άκρα κρίνεται απαραίτητο να αποφεύγονται.

Ας μεταφερθούμε, όμως, στην σύγχρονη εποχή. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα έχει προκαλέσει, όπως είναι λογικό, αναταραχή σε ολόκληρη την χώρα. Πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες έχουν κατακλύσει λιμάνια, παραλίες, περιοχές ολόκληρες και περιστασιακά αποκλείουν σιδηροδρομικές γραμμές, εθνικές οδούς. Η αντίδραση των Ελλήνων ως προς αυτή την έκτακτη και μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς την χώρα τους χαρακτηρίζεται, δυστυχώς για άλλη μια φορά, από πόλωση.

Από την μία μεριά, βρίσκονται εκείνοι που δεν κάνουν διαχωρισμούς ανάμεσα σε μετανάστες και πρόσφυγες, που δηλώνουν δημοσίως πως η χώρα θα πρέπει να ανοίξει τα σύνορα της για τον καθένα, που υπογράφουν συνθήκες (δίχως να λαμβάνουν εγγυήσεις), οι οποίες στρέφουν όλη την πληθυσμιακή ροή προς την Ελλάδα. Παράλληλα είναι ανένδοτοι ως προς την άποψη ότι θα δεχτούν κάθε μετανάστη σπίτι τους και θεωρούν πως η κατάσταση στην χώρα μας την δεδομένη στιγμή αποτελεί πρότυπο ανθρωπισμού. Ο λαϊκισμός αυτών των ατόμων ξεπερνάει, μάλιστα, τα σύνορα της χώρας, καθώς τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζονται και στις διεθνείς συμφωνίες που έχουν υπογραφεί.

Από την άλλη μεριά, βρίσκονται τα άτομα που θεωρούν τους μετακινούμενους πληθυσμούς ως εχθρούς και παρασιτικά στοιχεία που βλάπτουν την χώρα. Εξομοιώνουν τους πρόσφυγες με τους (λάθρο)μετανάστες δίχως να αντιλαμβάνονται την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών. Ταυτόχρονα οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες αποτέλεσαν βούτυρο στο ψωμί αυτών των ατόμων που βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν τους πρόσφυγες για την μετακίνηση των τζιχαντιστών στην καρδιά της Ευρώπης. Μια προσέγγιση που αποτελεί έκφανση του φόβου για το άγνωστο, τον «άλλον», ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι ως επί το πλείστον μουσουλμάνος. Το γεγονός πως υπάρχουν και Σύριοι χριστιανοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρει τον δεύτερο αυτόν πόλο που έχει σχηματιστεί στην ελληνική κοινωνία.

Δίχως να χρειάζεται να κατονομαστούν τα κόμματα και οι πολιτικές πεποιθήσεις των δύο αυτών κατηγοριών ατόμων είναι εμφανές πως οι δύο αντιλήψεις συγκρούονται κατάφωρα η μία με την άλλη. Επομένως, αποτελούν τα δύο άκρα. Τι λείπει από την εξίσωση; Το μέσον.

Αυτή η πολύ σημαντική έννοια έχει περάσει στο περιθώριο και οι υποστηρικτές της βρίσκονται στην αφάνεια. Την ώρα που εκπρόσωποι των ακροδεξιών και ακροαριστερών κομμάτων συγκρούονται, μεταφορικά και κυριολεκτικά, στους δρόμους της Αθήνας, την ώρα που οι μεν καίνε στρατόπεδα τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την παραμονή προσφύγων και οι δε καίνε τα σπίτια των πρώτων, οι πρεσβευτές της λογικής, της μεσότητας μένουν άπρακτοι.

Η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστερά έχει αποδείξει με τα λόγια και τις πράξεις της πως δυστυχώς, τουλάχιστον ως προς το προσφυγικό ζήτημα, βρίσκεται στο ένα άκρο. Μένοντας πιστή στις «αριστερές» ιδεολογίες περί ανθρωπισμού βυθίζεται σε μια εικονική πραγματικότητα. Η πολιτική της υποδοχής όλων ανεξαιρέτως των ατόμων που περνούν τα σύνορα έχει προκαλέσει χάος σε όλη την χώρα καθώς πέραν του μεγάλου αριθμού των εκτοπισμένων (και όχι μόνο) το όλο σχέδιο αποδεικνύεται πρόχειρο και ανεφάρμοστο.Είναι λύση όμως να κλείνουν τα σύνορα και να εκδιώκονται κακήν κακώς όλοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες; Σε ένα πολιτισμένο και οργανωμένο κράτος όχι, εφόσον δεν απειλείται η εσωτερική ασφάλεια. Παρότι τρέφω σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον η Ελλάδα πληροί αυτές τις δύο προϋποθέσεις, οφείλει να δράσει ως τέτοιο κράτος. Σε πλήρη συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (άλλωστε ο αρμόδιος επίτροπος είναι Έλληνας!) και όσο καλύτερη συνεννόηση με την Τουρκία, η Ελλάδα είναι απαραίτητο να ελαττώσει τον αριθμό των μεταναστών που εισέρχονται καθημερινά ενώ παράλληλα οφείλει να καταγράψει τους πρόσφυγες που βρίσκονται στο εσωτερικό της πριν τους προωθήσει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές απέναντι στους πρόσφυγες. Η χώρα οφείλει να μην αφήσει περιθώριο στις γείτονες χώρες να αρνηθούν την υποδοχή προσφύγων με την δικαιολογία πως ενδεχομένως να περιλαμβάνονται σε αυτούς εξτρεμιστές. Επιπλέον, αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή των hotspots και των καταυλισμών σε όλη την χώρα, να απελευθερωθούν τα λιμάνια, οι δημόσιοι χώροι και οι δημόσιες υποδομές (δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές) του κράτους για να ξεκινήσει απερίσπαστα η τουριστική περίοδος αλλά και να συνεχίσει να κινείται η ήδη χειμαζόμενη οικονομία. Τέλος, θα πρέπει να επιτηρείται άγρυπνα η δημόσια τάξη, καθώς η συγκέντρωση πληθυσμών σε συνθήκες αβεβαιότητας υποθάλπει παραβατικές συμπεριφορές, καθόλου αθώες.

Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μεγάλο μέρος από αυτές τις ενέργειες. Πράγματι, αυτό έχει συμβεί, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση πάνω από ένα έτος, αργά και ατελώς. Και όσο δεν έχει επιβάλλει την δική της πολιτική ως προς την αντιμετώπιση των προσφύγων, έχει αφήσει την αντιμετώπιση του βορά στους εκπροσώπους και εκφραστές μιας ρητορικής βίας και μίσους, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να συγκρούονται στον Πειραιά και σχεδόν σε κάθε χώρο υποδοχής δημιουργώντας κοινωνική αστάθεια, ανασφάλεια και σπέρνωντας νέες διαχωριστικές γραμμές.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Μια αλλοπρόσαλλη αντίληψη του κοινόχρηστου

Σε προηγούμενο άρθρο έθιξα τον απολίτιστο τρόπο με τον οποίο επιλέγεται να διαμαρτυρηθούν οι άνθρωποι στην χώρα μας. Κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αυτής είναι η αδιαφορία και ο βανδαλισμός της δημόσιας περιουσίας. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί εξιλαστήριο θύμα σε πολλές περιστάσεις, όμως, πέραν της διαμαρτυρίας. Πολλές φορές θα χρησιμοποιηθεί είτε για πολιτικές σκοπιμότητες είτε θα τον εκμεταλλευτούν καταστηματάρχες για να τοποθετήσουν περισσότερα τραπεζάκια είτε θα αποτελέσει κάδο απορριμμάτων. Όπως είναι φανερό ο δημόσιος χώρος είναι ένα τόπος μπαλαντέρ, που χρησιμοποιείται με τον τρόπο που θεωρεί ο καθένας ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του.
Αυτή η κατάσταση αντλεί τις ρίζες της από μια γενικότερη αντίληψη, αρκετά παράδοξη, που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων πως εφόσον ο χώρος είναι δημόσιος και όχι ιδιωτικός μπορούμε να πράττουμε όπως νομίζουμε χωρίς συνέπειες. Ας δούμε αρχικά τι σημαίνει δημόσιος χώρος. Ο επιθετικός προσδιορισμός δημόσιος καταδεικνύει πως είναι για όλους. Επομένως όλοι ανεξαιρέτου εθνικότητας, φύλου, ηλικίας μπορούν να κινούνται μέσα σε αυτόν ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Το γεγονός αυτό εισάγει την έννοια του κοινόχρηστου. Ο δημόσιος χώρος είναι κοινόχρηστος, προσβάσιμος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους. Δεν ανήκει σε κανέναν, και επομένως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιον άλλο από τη χρήση του. Και σε αυτό το σημείο έγκειται ακριβώς το πρόβλημα για τον Νεοέλληνα. Δυσκολεύεται να αντιληφθεί τι συνεπάγεται η έννοια κοινόχρηστος ή μάλλον δεν τον βολεύει να αντιληφθεί ποια είναι η πραγματική σημασία του όρου.
Κάτι που είναι κοινόχρηστο για τον Νεοέλληνα σημαίνει κάτι που παράγει μόνο δικαιώματα πάνω σε αυτό όχι για όλους αλλά για οποιονδήποτε προλάβει πρώτος να τον καπηλευτεί. Έτσι παρατηρείται το πεζοδρόμιο να είναι δημόσιος χώρος μέχρις ότου ο πρώτος καταστηματάρχης τοποθετήσει τραπεζάκια, εν απουσία της πολιτείας ή πολλές φορές σε αγαστή συνεργασία μαζί της, πάνω του και να τον θεωρήσει πλέον δικό του χώρο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η χρήση του χώρου αυτού δεν παραμένει αφού ολοκληρωθούν οι σκοποί αυτού που τον εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία πολιτική εκδήλωση ή ένα πάρτι σε ένα πανεπιστήμιο. Ακόμα κι αν έγινε μετά από άδεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου δεν υπάρχει πρόβλεψη για τις φθορές και ζημίες που θα προκληθούν. Με λίγα λόγια, τα σκουπίδια και οι ζημιές που θα έχουν προκληθεί στον χώρο δεν αφορούν πλέον τους υπαίτιους αλλά την πολιτεία, η οποία με δικό της κόστος (δηλ. των φορολογουμένων) οφείλει να αποκαταστήσει την επιγενόμενη ζημιά. Μια ζημιά που δεν θα γινόταν ποτέ εάν οι άνθρωποι σέβονταν τα δημόσια κοινόχρηστα αγαθά.
Όλοι φροντίζουν την ιδιωτική τους περιουσία, αλλά κανείς την δημόσια παρότι αποτελεί κι αυτή κτήμα του, κοινό με κάθε άλλον πολίτη. Αυτό φυσικά πηγάζει από τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Η έμπρακτη περιφρόνηση που δείχνουν οι γονείς, παρουσία των παιδιών τους, πετώντας σκουπίδια, αποτσίγαρα ή μπουκάλια στον δρόμο γαλουχεί τα παιδιά με αρνητικό τρόπο. Παράλληλα η εικόνα που επικρατεί στα δημόσια σχολεία, πάρκα και άλλους δημόσιους χώρους, δημιουργούν την αντίληψη πως το κοινόχρηστο είναι ευτελές.

Αυτή η αντίληψη αποτελεί την γενεσιουργό αιτία για την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί σε πολλούς δημόσιους χώρους της χώρας. Το χειρότερο όμως δεν είναι η κατάσταση που επικρατεί σε αυτά τα σημεία τα οποία άλλωστε προσωρινά θα επανέλθουν στην αρχική τους στάση μετά από παρέμβαση της πολιτείας ή ορισμένων ευσυνείδητων πολιτών. Το πιο σημαντικό είναι η απάθεια του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, το οποίο αποποιείται των ευθυνών του, και με την δικαιολογία «αφού το κάνουν όλοι» θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί καταχρηστικά τον δημόσιο χώρο.  Και κρίνεται πολύ πιο δύσκολο να αλλάξεις μια ολόκληρη νοοτροπία παρά να μαζέψεις ορισμένα σκουπίδια ή να αποκαταστήσεις κάποιες ζημιές. 

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Η ΦΕΝΑΚΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η εκλογο...μανία υπήρξε ανέκαθεν το εθνικό μας σπορ στο πεδίο της Πολιτικής ως αποτέλεσμα ενός χαρακτηριστικά βουλιμικού πάθους για άσκηση εξουσίας τόσο από τα κόμματα, όσο και από τους κατά καιρούς ηγέτες τους. Δυστυχώς, από το 2008 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης η ακατάσχετη αυτή βουλιμία διευρύνθηκε. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες μετερχόμενοι – άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- λαϊκιστική ρητορική αλλά ακόμη και εκβιάζοντας ωμά και ανερυθρίαστα την λειτουργία των θεσμών ( συσπείρωση αρνητικής μειοψηφίας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ) προσπάθησαν και εν τέλει αναρριχήθηκαν στον πρωθυπουργικό θώκο. Την ίδια αντίληψη κομίζει και ο νέος αρχηγός της αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία ζητεί προσφυγή στις κάλπες μόλις έξι μήνες από τις τελευταίες γενικές εκλογές . Τώρα, βέβαια, η απαίτηση εκδηλώνεται με πολύ λιγότερη δόση λαϊκισμού, μιας και το αίτημα στηρίζεται στην κατά τεκμήριο διαχειριστική ανικανότητα που επιδεικνύει η Κυβέρνηση σε πλειάδα κρίσιμων ζητημάτων. Παρά την ύπαρξη της ζοφερής αυτής πραγματικότητας όμως, οι εκλογές αποτελούν την πλέον απευκτέα λύση στα διαχρονικά προβλήματα της χώρας για αρκετούς λόγους.
Η πρώτη κατηγορία αιτιών εντοπίζεται στο πεδίο της οικονομίας, μητέρας των ελληνικών παθών. Ο κυριότερος λόγος δεν είναι άλλος από τη δημιουργία οικονομικής αβεβαιότητας με πολλαπλά αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα όπως η επιστροφή συζητήσεων περί Grexit και οι σύμφυτες μ' αυτές κερδοσκοπικές επιθέσεις, η καταπόντιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών που έχει ήδη υποβιβαστεί στην κατηγορία των “αναπτυσσομένων” από τις “αναπτυγμένες” αγορές και η περαιτέρω απορρύθμιση της ελληνικής οικονομίας συνολικά (υστέρηση εσόδων, καθυστέρηση φορολογικής διαδικασίας) σε μια περίοδο που δεν έχει ακόμη κλείσει η αξιολόγηση του προγράμματος στήριξης και “τρέχουν” οι υποχρεώσεις, τόσο εν οίκω όσο και έναντι των πιστωτών. Σημαντικός και ουσιαστικός λόγος είναι και το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται η εκλογική αναμέτρηση ( κόστος ~37εκ.€, ο Μ.Ο κόστους εκλογών + δημοψηφίσματος το 2015).
Ο δεύτερος πολύ κρίσιμος λόγος συνοψίζεται στη φράση “συντονιστική δυσκαμψία”. Προσφυγή στις κάλπες θα σημάνει σε διάστημα ενός μηνός αλλαγή δύο προσώπων σε κάθε Υπουργείο. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τέτοιου είδους μεταβολές σε χαρτοφυλάκια- κλειδιά όπως της Οικονομίας, της Μεταναστευτικής Πολιτικής και των Εξωτερικών ενόσω διαρκούν κρίσιμες διαδικασίες μόνο σύγχυση και μηδενική αποδοτικότητα θα επιφέρουν στον διοικητικό μηχανισμό. Αλλά και η έλλειψη συντονισμού να αντιμετωπιστεί (φευ!) η αναπόφευκτη καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων θα επιφέρει πραγματικά συνθήκες “καμμένης γης” την επομένη των εκλογών.
Ο τρίτος πόλος των αιτιών αφορά στην “θεωρητική” προσέγγιση των πολιτικών δρώμενων. Η πιθανή προσέλευση στις κάλπες εκ νέου σε διάστημα μικρότερο τους ενός έτους προσβάλλει βάναυσα τη συνταγματική οργάνωση της ελληνικής Κοινωνίας. Ειδικότερα θέτει υπο αμφισβήτηση το θεμέλιο του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, τις τακτές περιοδικές εκλογές για την ανάδειξη φορέων της πολιτικής εξουσίας που το ελληνικό σύνταγμα ορίζει σε διάστημα τετραετίας (άρθρο 53 ). Όπως διαμορφώνεται πλέον η πολιτική κατάσταση μοιάζει να κυριαρχεί ένα είδος νόμου ζούγκλας, οπότε σε διαρκή μάχη μεταξύ των ηγετών η διαδοχή συντελείται με κριτήριο την αντικειμενική αδυναμία του προηγούμενου συνδυαστικά με το μένος και τη δυναμική του επερχόμενου για την κατάληψη της αρχηγίας. Δημιουργείται, δηλαδή, και τις περισσότερες φορές ερήμην της λαϊκής βούλησης ένα περιβάλλον συνταγματικού τέλματος καθώς οι υπέρτεροι οργανωτικοί κανόνες δε βρίσκουν αντίκρισμα στην πολιτική πρακτική η οποία προφανώς είναι λαθεμένη γιατί προκαλεί γενικότερα αποσταθεροποίηση.
Η συνταγματική τάξη,βέβαια, δε γνωρίζει αλλά ούτε απευθύνεται σε ζούγκλα. Και το ερώτημα που ακολουθεί είναι τι μοιάζει δόκιμο να γίνει τώρα πια.
Η Κυβέρνηση η οποία διαθέτει την εμπιστοσύνη μίας πρόσφατα εκλεγμένης εθνικής αντιπροσωπείας οφείλει να ασκήσει, επιτέλους, την αρμοδιότητά της: να κυβερνήσει. Να κλείσει την αξιολόγηση που η ίδια προκάλεσε και να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική βόμβα του μεταναστευτικού για την οποία φέρει τεράστια ευθύνη. Θα πρέπει να επιδείξει πολιτικό σθένος και σοβαρότητα, αναλαμβάνοντας το κόστος των πολιτικών επιλογών της, αναγνωρίζοντας τα λάθη και τις παραλείψεις της και να αγωνιστεί για να...διορθώσει ό,τι διορθώνεται. Πέραν των άλλων πρέπει, επίσης, να σταματήσει να υποκινεί παιχνίδια ευθυνών ώστε οι συνομιλητές της, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό να τη λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν τους.
Αλλά και τα λοιπά κόμματα – πέραν του πολιτικού ελέγχου και κριτικής- επιβάλλεται με αίσθημα ευθύνης να στηρίξουν την κυβερνητική προσπάθεια στα δύσκολα μέτωπα, πιέζοντας, παράλληλα, για τη δημιουργία συνολικής εθνικής στρατηγικής η οποία έχει πια καταστεί κάτι παραπάνω απαραίτητη. Άλλωστε οι περισσότερες -αν όχι όλες- οι πολιτικές δυνάμεις φέρουν μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Στο εγγύς μέλλον,μάλιστα, θα ήταν συνετό το πολιτικό σύστημα αντί να αναζητά “εκλογικές τρικλοποδιές” και να ακολουθεί πρόθυμα στα παιχνίδια ευθυνών κυβερνητικής εμπνεύσεως, να έρθει σε ενεργό σύγκληση είτε υπό το πρίσμα μίας Οικουμενικής Κυβέρνησης είτε – εάν αυτό φαίνεται πολιτικά βαρύ- με τη στήριξη ενός ευέλικτου κυβερνητικού σχήματος “ ειδικού σκοπού” με συγκεκριμένη ατζέντα στόχων αλλά παράλληλα με εύλογη πίστωση χρόνου προκειμένου να εργαστεί απερίσπαστα για την ανασυγκρότηση της χώρας, πάντα στο πλαίσιο των συνταγματικών κανόνων. Όπως άλλωστε απέδειξε πρόσφατα η Κυπριακή Δημοκρατία, η ενότητα και η συλλογική προσπάθεια αποτελεί την καλύτερη συνταγή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Συνοψίζοντας, το πάντα επίκαιρο εν Ελλάδι αίτημα για εκλογές είναι σήμερα ανεδαφικό βάσει όρων τόσο ουσιαστικής όσο και θεωρητικής πολιτικής. Αντίθετα, προβάλλει όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη ουσιαστικής συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και παραγκωνισμού του κομματικού έναντι του εθνικού συμφέροντος για την αντιμετώπιση των δαιδαλωδών προβλημάτων της πατρίδας μας. Κι όταν σβήσει η φωτιά στο σπίτι μας, τότε ας ψάξουμε να βρούμε πόσα σπίρτα έβαλε καθένας στη φωτιά που κατέκαψε την Ελλάδα..